ΤΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ
Ο Μεσαίωνας είναι μια περίοδος, στην ιστορία ιδίως της Δύσης, που ταυτίζεται με το σκοτάδι, την αμάθεια και την πρόληψη. Αν και κάτι τέτοιο δεν γίνεται σήμερα απόλυτα δεκτό κι οι κατηγορίες αυτές εναντίον μιας χιλιετούς περιόδου της ευρωπαϊκής ζωής αποδίδονται στη φυσική αντίδραση που προκάλεσε το παρελθόν στους ανθρώπους της Αναγέννησης και αργότερα του Διαφωτισμού, όμως ισχύει, τουλάχιστον ως ένα σημείο, για τη Δυτική Ευρώπη. Η εισβολή των βαρβάρων, που τώρα αποτελούν τα πολιτισμένα έθνη της Δύσης, κατέστρεψε το Ρωμαϊκό πολιτισμό, χωρίς να τον αντικαταστήσει με άλλη παράδοση κι έτσι το πνευματικό σκοτάδι υπήρξε η φυσική συνέπεια της περιόδου αυτής. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για την Ανατολή. Η μετατόπιση της πρωτεύουσας στο Βυζάντιο συνέδεσε χωρίς διακοπή τον ρωμαϊκό κόσμο που κατέρρεε, με τις ανεξάντλητες πηγές του ελληνισμού και χωρίς να μεσολαβήσει καμιά σκοτεινή περίοδος μας πρόσφερε τον ελληνοχριστιανικό Βυζαντινό πολιτισμό. Τη διαφορά τού δυτικού μεσαίωνα απ' τον ανατολικό, θα τη δούμε στην ιατρική.
Ο ΔΥΤΙΚΟΣ ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ
Οι γνώσεις ενός μεσαιωνικού ιατρού ήταν μια ασαφής και μη δημιουργική ανάμνηση των γνώσεων της κλασικής εποχής. Η πηγή γνώσεων δεν είναι τα μεγάλα έργα των αρχαίων, αλλά περιλήψεις κι επιτομές μεταγενέστερων. Ένα απ’ τα βασικά κείμενα είναι το «Η ιατρική τέχνη» έργο του Κέλσου,[1] περιληπτική εγκυκλοπαίδεια των ιατρικών γνώσεων της αρχαιότητας και η «Φυσική ιστορία» του Πλίνιου του Πρεσβύτερου, γενική συγκέντρωση γνώσεων της εποχής, σχετικών με τη φύση, χωρίς κριτικό πνεύμα. Έτσι στο έργο του Πλίνιου περιλαμβάνονται οι φανταστικές θεραπευτικές ιδιότητες του φοίνικα και μανδραγόρα κι οι θαυματουργικές ικανότητες των πολύτιμων λίθων.
Από το Γαληνό, τη πραγματική βάση των ιατρικών σπουδών, κυκλοφορεί μια επιτομή, η «Μικρή Τέχνη». Περικλείει σε περίληψη το απέραντο περιεχόμενο τού έργου του «Μεγάλη Τέχνη», που κανείς δεν διάβαζε. Και φυσικά ο Γαληνός δεν διαβαζόταν στο ελληνικό πρωτότυπο, αλλά στη λατινική του μετάφραση.
Ο Ιπποκράτης είναι γνωστός μόνο από όσα μεταδίδει ο Γαληνός ή απ' τα έργα Αράβων σχολιαστών, απ' τους οποίους διαβαζόταν κυρίως ο Αβικέννας. Δυστυχώς, οι Άραβες δεν πρόσθεσαν τίποτε νεώτερο στις παραδοσιακές γνώσεις, επειδή το Κοράνιο απαγόρευε αυστηρά τις νεκροτομές.
Με τέτοιο φτωχό ιατρικό εξοπλισμό κι εξ αιτίας της τέλειας κατάπτωσης της λαϊκής ιατρικής, το ιατρικό έργο αλλάζει φορέα και περιέρχεται στα χέρια μοναχών: είναι η ιατρική των μοναστηριών που καλύπτει τη μεγαλύτερη περίοδο τού Μεσαίωνα.
Η ΙΑΤΡΙΚΗ ΤΩΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΝ
Οι βασικοί λόγοι, που συνέβαλαν στη γέννηση της ιατρικής των μοναστηριών είναι: Πρώτον, το γεγονός ότι για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα τα μοναστήρια στάθηκαν η κιβωτός που φύλαξε την κληρονομιά των αρχαίων. Με τη πάροδο του χρόνου, τα κείμενα που οι πρώτοι μοναχοί είχαν αντιγράψει με πάθος, γέμισαν σκόνη πάνω στα ράφια. Έτσι μένουν αγνοημένα έως ότου τα ανακάλυψαν πάλι οι άνθρωποι της Αναγέννησης. Ο δεύτερος λόγος πηγάζει απ' την κοσμοθεωρία του χριστιανισμού: Είναι η «καινή» εντολή, η αγάπη. Η δύναμη αυτή εμπνέει κάθε έκφραση της ζωής, βρίσκει πλούσιο έδαφος εφαρμογής στο κόσμο των ασθενών. Τα μοναστήρια μεταβάλλονται σε Ασκληπιεία του χριστιανικού κόσμου. Μόνο τα κίνητρα διαφέρουν: στα Ασκληπιεία τα πάντα υπαγορεύονται απ’ τη θεραπευτική εμπειρία των ιερέων και από την υποβολή που ασκούσαν. Εδώ όλα πηγάζουν απ’ το πνεύμα αγάπης προς το πλησίον, που παίρνει στη σκέψη του πιστού τη θέση τού Χριστού: «ασθένησα και με επισκεφτήκατε».
Ενώ η πρακτική εμπειρία των μοναχών αποκτιόταν απ’ τη καθημερινή πράξη, η θεωρία βασιζόταν στον Κέλσο, στον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, στη «Μικρή Τέχνη» τού Γαληνού. Μετά από καιρό ο Ισίδωρος, αρχιεπίσκοπος Σεβίλλης (7ος αιών μ.Χ.), συνοψίζει στην «Ετυμολογία» του, είδος εγκυκλοπαίδειας της εποχής, όλες τις γνώσεις τού ανθρώπου για τη φύση και τον εαυτό του.
Πολύτιμες πληροφορίες για το πώς ασκούσαν οι μοναχοί τη θεραπευτική τους παίρνουμε απ' τα «Τυπικά» των μοναχικών ταγμάτων: «Πάνω και πριν από κάθε τι άλλο πρέπει να νοσηλεύουμε τους ασθενείς υπηρετώντας τους όπως θα υπηρετούσαμε τον ίδιο το Χριστό…».[2] Με βάση αυτή τη βαθύτερη αιτιολόγηση της εντολής της αγάπης ρυθμίζονται όλα τα σχετικά με την νοσηλεία θέματα. Στα θετικά θεραπευτικά μέτρα τοποθετείται η λουτροθεραπεία[3] και η κατάλληλη δίαιτα.[4] Με τον καιρό, γύρω από τα μοναστήρια συγκεντρώνονται ομάδες λαϊκών ιατρών, όπως στα Ασκληπιεία, που οργανώνονται, αποκτούν αυτοτέλεια και γίνονται οι πυρήνες των νεώτερων ιατρικών σχολών. Έτσι ξεκίνησαν οι σχολές τού Μονπελιέ και του Σαλέρνο.
Δυο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της ιατρικής στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η ακμή και η παρακμή της οποίας συμπίπτουν με τον ανατολικό μεσαίωνα. Το πρώτο είναι η άμεση επαφή με την κληρονομιά της αρχαίας ελληνικής ιατρικής κι η καλλιέργειά της με τρόπο που να επιτρέψει πρωτότυπες επιδόσεις σε διάφορους ιατρικούς κλάδους. Το δεύτερο είναι η συστηματική οργάνωση της κοινωνικής πρόνοιας σε τέτοια έκταση, που να καλύπτει τη νόσο, την εγκυμοσύνη, τον τοκετό, τη βρεφική και παιδική ηλικία και τέλος τα γηρατειά.
Ως προς το πρώτο, δεν υπάρχει σύγκριση μεταξύ εκπροσώπων της ανατολικής και δυτικής ιατρικής, επειδή σε όλη την περίοδο τού Μεσαίωνα δεν βρίσκουμε στη Δύση ούτε μια ιατρική εργασία και μάλιστα πρωτότυπη. Το συγγραφικό έργο τής Ανατολής παρουσιάζεται την ίδια εποχή πλούσιο. Ο Ορειβάσιος,[5] γιατρός του Ιουλιανού του Παραβάτη, γράφει εκτεταμένο έργο με τίτλο «Ιατρικές Συναγωγές». Ο Αέτιος ο Αμιδηνός,[6] αρχίατρος τού Ιουστινιανού, γράφει μεγάλη ιατρική εγκυκλοπαίδεια. Ακολουθεί ο Αλέξανδρος ο Τραλλιανός,[7] ο Παύλος ο Αιγινήτης,[8] ο Νικόλαος ο Μυρεψός,[9] Ιωάννης ο Ακτουάριος[10] κ.α. Πρωτότυπες ιατρικές εργασίες έχομε: στο πεδίο της ανατομικής (μελέτες για σιελογόνους αδένες και μύτη), στο κλάδο της χειρουργικής (για αιμόσταση, επιδεσμολογία κι ανευρύσματα), στη μαιευτική (ανάπτυξη μεθόδων για τον μετασχηματισμό τού εμβρύου και την υποστήριξη τού περινέου στο τοκετό), στη γυναικολογία (εκτέλεση ενδομήτριων πλύσεων, χρήση μητροσκοπίου, εκτέλεση κολπικής υστερεκτομής), κι εργασίες στην οφθαλμολογία και την Ω.Ρ.Λ.
Εκεί όμως που το Βυζάντιο μένει ανυπέρβλητο, ακόμα και στους νεώτερους χρόνους, είναι η πρόνοια για τους πάσχοντες και τους έχοντες ανάγκη βοηθείας. Το ίδρυμα με το όνομα «ξενών», ό,τι εμείς σήμερα χαρακτηρίζουμε σαν νοσοκομείο, ήταν τόπος όπου η μεγάλη εντολή τού Χριστού, η αγάπη, γινόταν υπέροχη πραγματικότητα. Ταυτόχρονα ήταν ιατρική σχολή κι εργαστήριο καλλιέργειας τής επιστήμης. Μερικοί απ’ τους ονομαστότερους ξενώνες ήταν η Βασιλειάδα τού Μεγάλου Βασιλείου, ο ξενώνας του Σαμψών, της Μονής του Παντοκράτορα, του Ρωμανού του Λεκαπηνού κ.ά. Για τα θέματα τής νοσηλείας, ο Μέγας Βασίλειος αφήνει βιβλίο: «Για το πώς να φέρονται οι μοναχοί προς τους αρρώστους στο ξενοδοχείο». Ο ξενώνας τής Μονής του Παντοκράτορα ήταν απ' τα τελειότερα νοσοκομεία του Μεσαίωνα. Διέθετε 50 κλίνες σε 5 τμήματα: χειρουργικό, 2 παθολογικά, γυναικολογικό και οφθαλμολογικό, με 53 ιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων συγκροτημένους σε σώμα με διευθυντή, επιμελητές κι εσωτερικούς βοηθούς. Καθώς επίσης φαρμακοποιούς, διαιτολόγους, ιατρική βιβλιοθήκη και εξωτερικά ιατρεία με 16 ιατρούς. Μαζί με τους ξενώνες είχε γηροκομεία, λεπροκομεία (λωβοκομεία), βρεφοκομεία, μαιευτήρια (λοχοκομεία) κι ορφανοτροφεία. Ο Ιωάννης ο Ελεήμων, Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ίδρυσε 7 ορφανοτροφεία στην επισκοπή του (αρχές 7ου αιώνα). Με τέτοια εικόνα, το Βυζάντιο δεν είχε τίποτε να ζηλέψει στην ιατρική απ' τη Δύση κι ο ανατολικός Μεσαίωνας δεν έχει τίποτε το κοινό με τον σκοταδισμό της υπόλοιπης Ευρώπη κατά τους μέσους χρόνους.
[1] Celsus, Aulus Cornelius (1ος μ.Χ. αιών). Ρωμαίος ιατρός και συγγραφέας. Τον αποκαλούσαν «Κικέρωνα τής ιατρικής».[2] Τυπικό τού Αγίου Βενέδικτου (36ο κεφάλαιο).[3] Τα λουτρά δύσκολα επιτρέπονταν σε υγιείς κι ιδίως σε νέους.[4] Συνιστούσαν ως τονωτικό την κρεατοφαγία, απαγορευμένη σε υγιείς μοναχούς.[5] Βυζαντινός ιατρός (325-403 μ.Χ.) από την Πέργαμο.[6] Ιατρός και συγγραφέας (6ος αιών μ.Χ.), από την Αμίδη τής Μεσοποταμίας. Έγραψε ιατρικό έργο με τίτλο «Βιβλία ιατρικά εκκαίδεκα».[7] Από τις Τράλλεις Λυδίας (525-605 μ.Χ.), Βυζαντινός ιατρός, αδελφός τού αρχιτέκτονα Ανθεμίου. Δίδαξε ιατρική στη Ρώμη.[8] Βυζαντινός ιατρός και συγγραφέας (7ος αιών μ.Χ.). καταγόταν από την Αίγινα κι έζησε στην Αλεξάνδρεια. Έγραψε το έργο «Υπόμνημα».[9] Ιατρός (13ος αιών) στην Αυλή του αυτοκράτορα Ιωάννη Γ' Δούκα Βατάτζη (1222 -54) και της βασίλισσας Ειρήνης στη Νίκαια.[10] 13ος-14ος αιών. Λεγόταν Ιωάννης Ζαχαρίου και εργαζόταν σαν γραμματικός (ακτουάριος) στην αυτοκρατορική Αυλή, εξ ου και το επώνυμο.
Ο Μεσαίωνας είναι μια περίοδος, στην ιστορία ιδίως της Δύσης, που ταυτίζεται με το σκοτάδι, την αμάθεια και την πρόληψη. Αν και κάτι τέτοιο δεν γίνεται σήμερα απόλυτα δεκτό κι οι κατηγορίες αυτές εναντίον μιας χιλιετούς περιόδου της ευρωπαϊκής ζωής αποδίδονται στη φυσική αντίδραση που προκάλεσε το παρελθόν στους ανθρώπους της Αναγέννησης και αργότερα του Διαφωτισμού, όμως ισχύει, τουλάχιστον ως ένα σημείο, για τη Δυτική Ευρώπη. Η εισβολή των βαρβάρων, που τώρα αποτελούν τα πολιτισμένα έθνη της Δύσης, κατέστρεψε το Ρωμαϊκό πολιτισμό, χωρίς να τον αντικαταστήσει με άλλη παράδοση κι έτσι το πνευματικό σκοτάδι υπήρξε η φυσική συνέπεια της περιόδου αυτής. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για την Ανατολή. Η μετατόπιση της πρωτεύουσας στο Βυζάντιο συνέδεσε χωρίς διακοπή τον ρωμαϊκό κόσμο που κατέρρεε, με τις ανεξάντλητες πηγές του ελληνισμού και χωρίς να μεσολαβήσει καμιά σκοτεινή περίοδος μας πρόσφερε τον ελληνοχριστιανικό Βυζαντινό πολιτισμό. Τη διαφορά τού δυτικού μεσαίωνα απ' τον ανατολικό, θα τη δούμε στην ιατρική.
Ο ΔΥΤΙΚΟΣ ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ
Οι γνώσεις ενός μεσαιωνικού ιατρού ήταν μια ασαφής και μη δημιουργική ανάμνηση των γνώσεων της κλασικής εποχής. Η πηγή γνώσεων δεν είναι τα μεγάλα έργα των αρχαίων, αλλά περιλήψεις κι επιτομές μεταγενέστερων. Ένα απ’ τα βασικά κείμενα είναι το «Η ιατρική τέχνη» έργο του Κέλσου,[1] περιληπτική εγκυκλοπαίδεια των ιατρικών γνώσεων της αρχαιότητας και η «Φυσική ιστορία» του Πλίνιου του Πρεσβύτερου, γενική συγκέντρωση γνώσεων της εποχής, σχετικών με τη φύση, χωρίς κριτικό πνεύμα. Έτσι στο έργο του Πλίνιου περιλαμβάνονται οι φανταστικές θεραπευτικές ιδιότητες του φοίνικα και μανδραγόρα κι οι θαυματουργικές ικανότητες των πολύτιμων λίθων.
Από το Γαληνό, τη πραγματική βάση των ιατρικών σπουδών, κυκλοφορεί μια επιτομή, η «Μικρή Τέχνη». Περικλείει σε περίληψη το απέραντο περιεχόμενο τού έργου του «Μεγάλη Τέχνη», που κανείς δεν διάβαζε. Και φυσικά ο Γαληνός δεν διαβαζόταν στο ελληνικό πρωτότυπο, αλλά στη λατινική του μετάφραση.
Ο Ιπποκράτης είναι γνωστός μόνο από όσα μεταδίδει ο Γαληνός ή απ' τα έργα Αράβων σχολιαστών, απ' τους οποίους διαβαζόταν κυρίως ο Αβικέννας. Δυστυχώς, οι Άραβες δεν πρόσθεσαν τίποτε νεώτερο στις παραδοσιακές γνώσεις, επειδή το Κοράνιο απαγόρευε αυστηρά τις νεκροτομές.
Με τέτοιο φτωχό ιατρικό εξοπλισμό κι εξ αιτίας της τέλειας κατάπτωσης της λαϊκής ιατρικής, το ιατρικό έργο αλλάζει φορέα και περιέρχεται στα χέρια μοναχών: είναι η ιατρική των μοναστηριών που καλύπτει τη μεγαλύτερη περίοδο τού Μεσαίωνα.
Η ΙΑΤΡΙΚΗ ΤΩΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΝ
Οι βασικοί λόγοι, που συνέβαλαν στη γέννηση της ιατρικής των μοναστηριών είναι: Πρώτον, το γεγονός ότι για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα τα μοναστήρια στάθηκαν η κιβωτός που φύλαξε την κληρονομιά των αρχαίων. Με τη πάροδο του χρόνου, τα κείμενα που οι πρώτοι μοναχοί είχαν αντιγράψει με πάθος, γέμισαν σκόνη πάνω στα ράφια. Έτσι μένουν αγνοημένα έως ότου τα ανακάλυψαν πάλι οι άνθρωποι της Αναγέννησης. Ο δεύτερος λόγος πηγάζει απ' την κοσμοθεωρία του χριστιανισμού: Είναι η «καινή» εντολή, η αγάπη. Η δύναμη αυτή εμπνέει κάθε έκφραση της ζωής, βρίσκει πλούσιο έδαφος εφαρμογής στο κόσμο των ασθενών. Τα μοναστήρια μεταβάλλονται σε Ασκληπιεία του χριστιανικού κόσμου. Μόνο τα κίνητρα διαφέρουν: στα Ασκληπιεία τα πάντα υπαγορεύονται απ’ τη θεραπευτική εμπειρία των ιερέων και από την υποβολή που ασκούσαν. Εδώ όλα πηγάζουν απ’ το πνεύμα αγάπης προς το πλησίον, που παίρνει στη σκέψη του πιστού τη θέση τού Χριστού: «ασθένησα και με επισκεφτήκατε».
Ενώ η πρακτική εμπειρία των μοναχών αποκτιόταν απ’ τη καθημερινή πράξη, η θεωρία βασιζόταν στον Κέλσο, στον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, στη «Μικρή Τέχνη» τού Γαληνού. Μετά από καιρό ο Ισίδωρος, αρχιεπίσκοπος Σεβίλλης (7ος αιών μ.Χ.), συνοψίζει στην «Ετυμολογία» του, είδος εγκυκλοπαίδειας της εποχής, όλες τις γνώσεις τού ανθρώπου για τη φύση και τον εαυτό του.
Πολύτιμες πληροφορίες για το πώς ασκούσαν οι μοναχοί τη θεραπευτική τους παίρνουμε απ' τα «Τυπικά» των μοναχικών ταγμάτων: «Πάνω και πριν από κάθε τι άλλο πρέπει να νοσηλεύουμε τους ασθενείς υπηρετώντας τους όπως θα υπηρετούσαμε τον ίδιο το Χριστό…».[2] Με βάση αυτή τη βαθύτερη αιτιολόγηση της εντολής της αγάπης ρυθμίζονται όλα τα σχετικά με την νοσηλεία θέματα. Στα θετικά θεραπευτικά μέτρα τοποθετείται η λουτροθεραπεία[3] και η κατάλληλη δίαιτα.[4] Με τον καιρό, γύρω από τα μοναστήρια συγκεντρώνονται ομάδες λαϊκών ιατρών, όπως στα Ασκληπιεία, που οργανώνονται, αποκτούν αυτοτέλεια και γίνονται οι πυρήνες των νεώτερων ιατρικών σχολών. Έτσι ξεκίνησαν οι σχολές τού Μονπελιέ και του Σαλέρνο.
Δυο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της ιατρικής στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η ακμή και η παρακμή της οποίας συμπίπτουν με τον ανατολικό μεσαίωνα. Το πρώτο είναι η άμεση επαφή με την κληρονομιά της αρχαίας ελληνικής ιατρικής κι η καλλιέργειά της με τρόπο που να επιτρέψει πρωτότυπες επιδόσεις σε διάφορους ιατρικούς κλάδους. Το δεύτερο είναι η συστηματική οργάνωση της κοινωνικής πρόνοιας σε τέτοια έκταση, που να καλύπτει τη νόσο, την εγκυμοσύνη, τον τοκετό, τη βρεφική και παιδική ηλικία και τέλος τα γηρατειά.
Ως προς το πρώτο, δεν υπάρχει σύγκριση μεταξύ εκπροσώπων της ανατολικής και δυτικής ιατρικής, επειδή σε όλη την περίοδο τού Μεσαίωνα δεν βρίσκουμε στη Δύση ούτε μια ιατρική εργασία και μάλιστα πρωτότυπη. Το συγγραφικό έργο τής Ανατολής παρουσιάζεται την ίδια εποχή πλούσιο. Ο Ορειβάσιος,[5] γιατρός του Ιουλιανού του Παραβάτη, γράφει εκτεταμένο έργο με τίτλο «Ιατρικές Συναγωγές». Ο Αέτιος ο Αμιδηνός,[6] αρχίατρος τού Ιουστινιανού, γράφει μεγάλη ιατρική εγκυκλοπαίδεια. Ακολουθεί ο Αλέξανδρος ο Τραλλιανός,[7] ο Παύλος ο Αιγινήτης,[8] ο Νικόλαος ο Μυρεψός,[9] Ιωάννης ο Ακτουάριος[10] κ.α. Πρωτότυπες ιατρικές εργασίες έχομε: στο πεδίο της ανατομικής (μελέτες για σιελογόνους αδένες και μύτη), στο κλάδο της χειρουργικής (για αιμόσταση, επιδεσμολογία κι ανευρύσματα), στη μαιευτική (ανάπτυξη μεθόδων για τον μετασχηματισμό τού εμβρύου και την υποστήριξη τού περινέου στο τοκετό), στη γυναικολογία (εκτέλεση ενδομήτριων πλύσεων, χρήση μητροσκοπίου, εκτέλεση κολπικής υστερεκτομής), κι εργασίες στην οφθαλμολογία και την Ω.Ρ.Λ.
Εκεί όμως που το Βυζάντιο μένει ανυπέρβλητο, ακόμα και στους νεώτερους χρόνους, είναι η πρόνοια για τους πάσχοντες και τους έχοντες ανάγκη βοηθείας. Το ίδρυμα με το όνομα «ξενών», ό,τι εμείς σήμερα χαρακτηρίζουμε σαν νοσοκομείο, ήταν τόπος όπου η μεγάλη εντολή τού Χριστού, η αγάπη, γινόταν υπέροχη πραγματικότητα. Ταυτόχρονα ήταν ιατρική σχολή κι εργαστήριο καλλιέργειας τής επιστήμης. Μερικοί απ’ τους ονομαστότερους ξενώνες ήταν η Βασιλειάδα τού Μεγάλου Βασιλείου, ο ξενώνας του Σαμψών, της Μονής του Παντοκράτορα, του Ρωμανού του Λεκαπηνού κ.ά. Για τα θέματα τής νοσηλείας, ο Μέγας Βασίλειος αφήνει βιβλίο: «Για το πώς να φέρονται οι μοναχοί προς τους αρρώστους στο ξενοδοχείο». Ο ξενώνας τής Μονής του Παντοκράτορα ήταν απ' τα τελειότερα νοσοκομεία του Μεσαίωνα. Διέθετε 50 κλίνες σε 5 τμήματα: χειρουργικό, 2 παθολογικά, γυναικολογικό και οφθαλμολογικό, με 53 ιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων συγκροτημένους σε σώμα με διευθυντή, επιμελητές κι εσωτερικούς βοηθούς. Καθώς επίσης φαρμακοποιούς, διαιτολόγους, ιατρική βιβλιοθήκη και εξωτερικά ιατρεία με 16 ιατρούς. Μαζί με τους ξενώνες είχε γηροκομεία, λεπροκομεία (λωβοκομεία), βρεφοκομεία, μαιευτήρια (λοχοκομεία) κι ορφανοτροφεία. Ο Ιωάννης ο Ελεήμων, Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ίδρυσε 7 ορφανοτροφεία στην επισκοπή του (αρχές 7ου αιώνα). Με τέτοια εικόνα, το Βυζάντιο δεν είχε τίποτε να ζηλέψει στην ιατρική απ' τη Δύση κι ο ανατολικός Μεσαίωνας δεν έχει τίποτε το κοινό με τον σκοταδισμό της υπόλοιπης Ευρώπη κατά τους μέσους χρόνους.
[1] Celsus, Aulus Cornelius (1ος μ.Χ. αιών). Ρωμαίος ιατρός και συγγραφέας. Τον αποκαλούσαν «Κικέρωνα τής ιατρικής».[2] Τυπικό τού Αγίου Βενέδικτου (36ο κεφάλαιο).[3] Τα λουτρά δύσκολα επιτρέπονταν σε υγιείς κι ιδίως σε νέους.[4] Συνιστούσαν ως τονωτικό την κρεατοφαγία, απαγορευμένη σε υγιείς μοναχούς.[5] Βυζαντινός ιατρός (325-403 μ.Χ.) από την Πέργαμο.[6] Ιατρός και συγγραφέας (6ος αιών μ.Χ.), από την Αμίδη τής Μεσοποταμίας. Έγραψε ιατρικό έργο με τίτλο «Βιβλία ιατρικά εκκαίδεκα».[7] Από τις Τράλλεις Λυδίας (525-605 μ.Χ.), Βυζαντινός ιατρός, αδελφός τού αρχιτέκτονα Ανθεμίου. Δίδαξε ιατρική στη Ρώμη.[8] Βυζαντινός ιατρός και συγγραφέας (7ος αιών μ.Χ.). καταγόταν από την Αίγινα κι έζησε στην Αλεξάνδρεια. Έγραψε το έργο «Υπόμνημα».[9] Ιατρός (13ος αιών) στην Αυλή του αυτοκράτορα Ιωάννη Γ' Δούκα Βατάτζη (1222 -54) και της βασίλισσας Ειρήνης στη Νίκαια.[10] 13ος-14ος αιών. Λεγόταν Ιωάννης Ζαχαρίου και εργαζόταν σαν γραμματικός (ακτουάριος) στην αυτοκρατορική Αυλή, εξ ου και το επώνυμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου