Με τον όρο «μαγεία» νοούνται
διάφορες μορφές υπερφυσικών ή μαγικών δυνάμεων. Ως μάγος ή μάγισσα ορίζεται
καθένας, άντρας ή γυναίκα, που εφαρμόζει πρακτικές μαγείας. Παρόλο που συνήθως
οι μυθολογικοί μάγοι είναι υπερφυσικά πλάσματα, ωστόσο στην πραγματικότητα,
πάρα πολλοί άνθρωποι στο παρελθόν είτε είχαν κατηγορηθεί για μαγεία είτε
ισχυρίζονταν πως είναι μάγοι. Αρκετοί άνθρωποι ακόμη και στις μέρες μας
πιστεύουν στη μαγεία και μάλιστα υπάρχουν και κάποιοι που ισχυρίζονται πως την
εξασκούν.
Ο όρος «μαγεία» μπορεί να έχει είτε θετικό είτε αρνητικό περιεχόμενο,
ανάλογα με την κουλτούρα αυτού που τον χρησιμοποιεί. Στην μεταχριστιανική
Ευρώπη ο όρος έχει συνδεθεί με το κακό ή ακόμη και με τον διάβολο, ενώ σε
αρκετές μοντέρνες κουλτούρες μπορεί να θεωρείται προτέρημα και ηθικά αποδεκτό.
Ο όρος «μαγεία» χρησιμοποιείται επίσης και για να χαρακτηρίσει πρακτικές
με αποκλειστικά αρνητικό περιεχόμενο που σκοπό έχουν να βλάψουν τον αποδέκτη
της «μαγείας». Στις κοινωνίες που η μαγεία είναι αποδεκτή υπάρχει ξεκάθαρος
διαχωρισμός ανάμεσα στις μάγισσες και στους νόμιμους εφαρμοστές των
τελετουργικών-μαγικών πρακτικών. Ο όρος «μάγος» χρησιμοποιήθηκε για να
κατηγορηθούν άτομα που θεωρούνταν ότι βλάπτουν την κοινωνία χρησιμοποιώντας
υπερφυσικά μέσα. Η πίστη στην ύπαρξη μαγισσών αυτού του είδους εμφανίστηκε σε
πολλά μέρη του κόσμου συμπεριλαμβανομένων της Ευρώπης, της Αφρικής, της Ασίας
και της Αμερικής, οπότε και οδήγησε σε «κυνήγι μαγισσών»
Στις μονοθεϊστικές θρησκείες της ανατολικής Μεσογείου, και κυρίως στον
Χριστιανισμό και στον Ισλαμισμό, η μαγεία συνδέθηκε με αιρέσεις δίνοντας τροφή
σε έντονες διαμάχες ανάμεσα στους εκπροσώπους της λαϊκής εξουσίας και των
εκκλησιαστικών αρχών. Κατά τη διάρκεια των χρόνων η μαγεία μεταφράστηκε ως
μορφή λατρείας του σατανά. Οι κατηγορίες για μαγεία συχνά συνδυαζόταν με άλλες
κατηγορίες για αίρεση απέναντι σε ομάδες όπως οι Cathars και οι Waldensians
Η πίστη στη μαγεία ήταν καθολικό φαινόμενο κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα.
Ο χαρακτηρισμός των μαγισσών στην Ευρώπη δεν προέρχεται από μια μόνο πηγή.
Σύμφωνα με νεοπαγανιστικές αντιλήψεις οι μάγοι ήταν άνδρες ή γυναίκες σαμάνοι
που μετατράπηκαν σε μοχθηρές φυσιογνωμίες λόγω της χριστιανικής προπαγάνδας.
Ωστόσο η λαϊκή άποψη για τους μάγους και τις μάγισσες και η σχετική με αυτούς
προκατάληψη είναι αποτέλεσμα πολυάριθμων επιδράσεων. Στην εποχή του πρώιμου
Μεσαίωνα τα ξόρκια, η μαντεία και η επίκληση υπερφυσικών πνευμάτων βρίσκονταν
στην ημερήσια διάταξη, αλλά μόνο κατά τον 11ο αιώνα η Εκκλησία
άρχισε να συλλαμβάνει τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος. Εκείνη την
εποχή οι άνθρωποι πίστευαν ότι οι μάγισσες πετούσαν στον αέρα και ότι τις
νύχτες καβαλούσαν ζώα ως ακόλουθοι της Άρτεμης, της ειδωλολατρικής θεότητας. Η
μαγεία ήταν συνδεδεμένη με την επίκληση των δαιμόνων και τη θυσία σε αυτούς,
συχνά και με την σεξουαλική συνεύρεση μαζί τους στη διάρκεια νυχτερινών οργίων.
Πολλές θρησκευτικές μεταστροφές ήταν αποτέλεσμα της θέασης του διαβόλου ή
διάφορων δαιμόνων σε μια ποικιλία μορφών και διαστάσεων. [1]
Ο χαρακτηρισμός ενός μάγου ή μιας μάγισσας ως υπηρέτη του κακού,
αναπτύχθηκε με τα χρόνια. Κατά την εξάπλωση του χριστιανισμού, οι υποψήφιοι
χριστιανοί όντας αρκετά εξοικιωμένοι με την χρήση της μαγείας στην
καθημερινότητά τους, περίμεναν από τους χριστιανούς κληρικού να εφαρμόζουν την
μαγεία πιο αποτελεσματικά σε σχέση με τον παλιό παγανιστικό τρόπο. Η σημασία
του θέματος αυτού υποβαθμίστηκε αφού ο χριστιανισμός επικράτησε του παγανισμού
στην Ευρώπη. Οι ομοιότητες ανάμεσα στην παλιά παγανιστική λατρεία και
τελετουργία και σε αυτήν του χριστιανισμού είναι αρκετές αν θεωρήσει κανείς πως
την θέση των παγανιστικών θεοτήτων και φυλαχτών τοποθετήθηκαν άγιοι και ιερά
κειμήλια.
Αρχικά, η Καθολική Εκκλησία η κοινωνία της Ευρώπης δεν επιδίδονταν
πάντοτε σε κυνήγι μαγισσών ούτε και πάντα τις θεωρούσε πηγή κακού. (Saint Boniface)Η
Ιερά Σύνοδος κήρυξε την ύπαρξη μαγισσών
μη-χριστιανική. Ο αυτοκράτορας Charlemagne διακήρυξε πως η καύση μαγισσών ήταν ένα παγανιστικό
έθιμο που θα τιμωρούνταν με θανατική ποινή. Στα 820 ο επίσκοπος της Λυών και
άλλοι αποκήρυξαν την πίστη πως οι μάγισσες μπορούν να προκαλέσουν κακό καιρό,
να πετάξουν μέσα στη νύχτα και να αλλάξουν την μορφή τους. Ο βασιλιάς της
Ουγγαρίας Coloman επίσης
αποκήρυξε το κυνήγι μαγισσών γιατί πίστευε πως οι μάγισσες δεν υπάρχουν
Ο κλήρος αφόριζε εκείνους που κατέφευγαν στη μαγεία , αλλά πάντα με όρους
που φανέρωναν ότι ακόμα και οι πιο νομιμόφρονες πίστευαν ότι οι μάγισσες είχαν
υπερφυσικές δυνάμεις στις οποίες έπρεπε να αντισταθούν οι χριστιανοί. Οι
σχολαστικοί θεολόγοι συνέδεαν ακόμη περισσότερο από ότι πριν τη μαγεία με το
γυναικείο φύλο. Ο πάπας Ιωάννης ΚΒ΄ πίστευε ότι οι εχθροί του προσπαθούσαν να
τον βλάψουν καρφώνοντας βελόνες σε κέρινα ομοιώματα. Το 1398 , το Πανεπιστήμιο
του Παρισιού έκανε μια διάκριση μεταξύ φυσικής και υπερφυσικής μαγείας: και οι
δύο είχαν αποτέλεσμα , αλλά η δεύτερη ήταν προϊόν συμφωνίας με τους διαβόλους.
Το
κυνήγι μαγισσών έλαβε τεράστια έκταση μεταξύ του 14ου αιώνα και 1650
και οι Ευρωπαίοι εκτέλεσαν 200.000 με 500.000 ανθρώπους , με την κατηγορία της
μαγείας, το 85% των οποίων ήταν γυναίκες. Ο χαρακτήρας και η χρονική επιλογή
αυτών των εκτελέσεων σχετίζονται μερικώς από τη μία με τους στόχους της Ιεράς
Εξέτασης και από την άλλη αφορούν τις αλλαγές της μεσαιωνικής κοινωνίας. Το
γεγονός ότι αυτές οι εκτελέσεις και οι δαιμονολογικές θεωρίες που τις συνόδευαν
ήταν τόσο διαδεδομένες μπορεί να εξηγηθεί από την ανομία που διαπότιζε την
μεσαιωνική κοινωνία εκείνη την εποχή. Το κυνήγι μαγισσών του Μεσαίωνα μπορεί να
αποδοθεί στο πνευματικό σκοταδισμό της εποχής , συνδέεται ωστόσο και με
οικονομικές, δημογραφικές αλλαγές στη μεσαιωνική κοινωνία μαζί με τη μεσαιωνική
ανάγκη για έναν «στόχο» κάτι που εξηγεί γιατί το κυνήγι μαγισσών προσανατολίστηκε
στις γυναίκες.
Πολλοί θεωρητικοί υποστηρίζουν ότι η
έκταση που πήρε το φαινόμενο οφείλεται σε μια σύμπτωση διάφορων παραγόντων. Μια
πρώτη αιτία αποδίδεται στα συμφέροντα καθοδηγητικών οργάνων της καθολικής
εκκλησίας όπως οι Δομινικανοί και η Ιερά Εξέταση. Μια δεύτερη αιτία για το
κυνήγι μαγισσών σχετίζεται με την κατάρρευση του αυταρχικού πλαισίου της
θρησκείας και του φεουδαρχικού κοινωνικού συστήματος. Η διάλυση του μεσαιωνικού
νοητικού χάρτη, που είχε δώσει ώθηση σε ουτοπικές προσδοκίες , μαγικές
πεποιθήσεις, και κενές επιστημονικές αναζητήσεις, οδήγησε σε διαταραχή του
κοινωνικού συστήματος στο μεσαίωνα. Η μανία καταδίωξης των μαγισσών εξηγείται και από αλλαγές στις οικονομικές,
κοινωνικές και δημογραφικές συνθήκες της εποχής αλλά κυρίως από τις αλλαγές που σημειώθηκαν εκείνη την
εποχή στο ρόλο της γυναίκας- αλλαγές καταστροφικών διαστάσεων. Αυτά εξηγούν την
μανία να βαφτίζονται πολλές γυναίκες ως μάγισσες και να εκτελούνται.
Τα βασικά χαρακτηριστικά της
Ευρωπαϊκής μαγείας πριν από την εποχή του 14ου αιώνα είχαν να κάνουν
με πρακτική μαγεία. Εξυπηρετούσε θα λέγαμε η μαγεία «τεχνολογικούς σκοπούς» με
πολύ συγκεκριμένους στόχους όπως μαγικά φίλτρα αγάπης, ξόρκια, και τα σχετικά.
Ωστόσο, όταν μιλούσαν για μαγεία εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ένας διαμετρικά
αντίθετος υπερφυσικός κόσμος και σε σύγκρουση με τον πραγματικό κόσμο. Σύμφωνα
με τις αντιλήψεις της εποχής ωστόσο οι μάγισσες είχαν μια ιδιαίτερη σχέση με
τους θεούς ή καλύτερα με τους δαίμονες αφού με τα κατάλληλα ξόρκια ή μαγικά
φίλτρα μπορούσαν να εξαναγκάσουν τους δαίμονες ή τα πνεύματα να εξυπηρετήσουν
δικούς τους σκοπούς.
Την εποχή ωστόσο του ευρωπαϊκού
κυνηγιού μαγισσών του 14ου έως τον 17ου αιώνα η εξάσκηση
της μαγείας είχε μεταμορφωθεί σε μια εντελώς σατανική πρακτική που περισσότερο
δημιουργούσε προβλήματα παρά τα έλυνε. Από το 1480 και έπειτα η μάγισσες
παρουσιάζονται σαν μαριονέτες του Σατανά , τον οποίο υπηρετούν και ικανοποιούν
τις επιθυμίες του. Αυτές οι αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο η μεσαιωνική
κοινωνία άρχισε να αντιλαμβάνεται τις μάγισσες είναι καθοριστικής σημασίας.
Εκείνη την εποχή εκδόθηκαν αρκετά βιβλία τα οποία χαρακτήριζαν την πρακτική
άσκησης μαγείας σαν μια «αντιθρησκεία». Και ενώ μέχρι και πριν τον 14ο
αιώνα η μαγεία , αφορούσε τεχνολογικές πρακτικές και χωρίζονταν σε καλή και
κακή ανάλογα με τον σκοπό που υπηρετούσε από τον 14 αιώνα και έπειτα
αναπτύχθηκε μια συστηματική θεωρία επίθεσης εναντίον των μαγισσών ως σατανικών
πλασμάτων. Αυτή η επίθεση εναντίον των μαγισσών και η μεταστροφή προς
εκλεκτικές δαιμονολογικές θεωρίες διευκόλυνε το έργο των ιεροεξεταστών και
νομιμοποίησε τους διωγμούς χιλιάδων γυναικών που πολιτογραφήθηκαν ως μάγισσες.
Από ότι φαίνεται από τις πηγές τα
κυνήγια μαγισσών δεν έλαβαν την ίδια έκταση σε όλη την Ευρώπη και δεν ήταν
παντού τα ίδια. Στην Αγγλία για παράδειγμα είχαν διαφορετική έκταση από ότι σε
άλλες περιοχές ενώ οι διωγμοί μαγισσών πήραν μεγαλύτερη έκταση σε χώρες όπως
Γερμανία, Ελβετία, Γαλλία αλλά με λιγότερο μένος.
Γενικά η μανία εναντίον των μαγισσών άρχισε να αποκρυσταλλώνεται στη
δεύτερη και τρίτη δεκαετία του 14ου αιώνα. Ένας θερμός πιστός στη
δύναμη και στην αλήθεια της μαγείας , ο πάπας Ιωάννης ΧΧΙΙ έδωσε ώθηση στο
φαινόμενο καθώς ενθάρρυνε τους ιεροεξεταστές να διώκουν ασταμάτητα μάγους,
ταχυδακτυλουργούς και άλλους αιρετικούς εξαιτίας των φόβων του ότι οι πρακτικές
μαγείας εξαπλώνονταν. Το αποτέλεσμα ωστόσο ήταν απλά να εξαπλωθούν ακόμη
περισσότερο και να ενισχυθούν οι φόβοι απέναντι στην εξάσκηση της μαγείας. Το
1326 εξέδωσε το Super Ilius specula
με το οποίο εξουσιοδότησε την Ιερά Εξέταση να χρησιμοποιεί κάθε μέσο για την
αποτροπή της μαγείας. Οι προσπάθειες του πάπα είχαν ως αποτέλεσμα ένα κυνήγι
μαγισσών μικρής κλίμακας στις Άλπεις και στα Πυρηναία που διήρκεσε περισσότερο
από ενάμισι αιώνα. Παρόλο που στα έτη
1245 και 1275 είχαν διεξαχθεί ήδη δίκες μαγισσών τις τελευταίες δεκαετίες του
14ου αιώνα παρατηρούμε μια τρομακτική αύξηση των προσπαθειών να
καταπνιγούν πρακτικές μαγείας , ειδικότερα στη Γαλλία. Δεν υπάρχει καμιά
αμφιβολία ότι το κυνήγι μαγισσών εντάθηκε ακόμα περισσότερο έπειτα από την
έκδοση του Malleus Malificarum
από τους Δομινικανούς Sprenger
και Kramer μεταξύ των
ετών 1487-1489. Το Malleus Maleficarum
όριζε τις μάγισσες κυρίως ως κακές γυναικείες υπάρξεις. Στο συγκεκριμένο
κείμενο διδονταν οδηγίες για το πώς να ξεχωρίσει κανείς μια μάγισσα, πώς να
θέσει κανείς μια μάγισσα σε δοκιμασία(πρακτικές που περιλάμβαναν βασανισμό
μέχρις ομολογίας) και πώς να τιμωρήσει κανείς μια μάγισσα.
Το βιβλίο αυτό προσπαθούσε να αποδείξει την
ύπαρη δαιμονίων και μαγισσών και προσέφερε συμβουλές για την αναγνώριση μιας
μάγισσας. Ακόμη το βιβλίο ξεκάθαρα συνέδεε τη γυναικεία φύση με τη μαγεία καθώς
θεωρούσε ότι η σαρκική απόλαυση είναι χαρακτηριστικό της ακόρεστης επιθυμίας
της γυναίκας. Το Malleus
συνιστούσε το κάψιμο των μαγισσών για να απαλλαχθεί η γυναίκα από τον δαίμονα
που την κατείχε καθώς και τη χρήση βασανιστηριών ώστε να αποσπαστεί η ομολογία
της χρήσης μαγείας. To Malleus
ήταν ένα από τα πρώτα βιβλία, που εκδόθηκαν, τυπώθηκαν και κυκλοφορούσαν σε
ευρεία αντίτυπα για ανάγνωση και προφύλαξη από τις μάγισσες. Επίσης,
χρησιμοποιούνταν από τους Ιεροεξεταστές σαν εγχειρίδιο αντιμετώπισης των
μαγισσών. Ασφαλώς, η ευρεία κυκλοφορία αυτού του βιβλίου βοήθησε στην
μεταστροφή της αντίληψης για τη μαγεία και στην κατασκευή των ιδεολογικών
κριτηριών για την ενίσχυση των διώξεων των μαγισσών.
Η μαγεία στην
Ευρώπη μεταξύ των ετών 1450 και 1750 θεωρούνταν ως ένα μολυσματικό και
επικίνδυνο μείγμα μαγείας και αίρεσης. Η εξάσκηση μαγείας αφορούσε οτιδήποτε
στόχευε σε αρνητικά υπερφυσικά αποτελέσματα μέσω της δημιουργίας ξορκιών και
μαγικών φίλτρων. Το δεύτερο συστατικό της μαγείας αφορούσε τις αιρέσεις που
περιλάμβαναν τη λατρεία του σατανιστικού Σαβάτου από μάγισσες που εξασκούσαν
μια ανεστραμμένη θεία λειτουργία μαύρης μαγείας. Το βασικό χαρακτηριστικό της
μανίας των μαγισσών αφορούσε το Σάββατο των μαγισσών , η κορύφωση του οποίου
θεωρούνταν ένα τεράστιο όργιο ανάμεσα σε μάγισσες και δαίμονες. Μέσω αυτής της
τελετής νέες μάγισσες μυούνταν στην εξάσκηση της μαγείας. Η τελετή περιλάμβανε
την άρνηση της σωτηρίας , λατρεία του πορτρέτου του Σατανά, φτύσιμο στη Βίβλο,
κατάρες στο σταυρό, σεξουαλικά όργια κ.α. Μια τέτοια αρνητική εικόνα της
μαγείας σε συνδυασμό με τη δημιουργία μιας νέας αντίληψης για την εξάσκηση
μαγείας και δαιμονολογίας άλλαξε δραματικά την αντίληψη της μαγείας ως
τεχνολογίας. Η μαγεία έχασε τον ουδέτερο τεχνολογικό χαρακτήρα της για χάρη
μιας πολύπλοκης και επεξεργασμένης αντιθρησκείας.
Ολόκληρη όμως η ιδεολογική μετάλλαξη της αντίληψης για τις μάγισσες
αποκρυσταλλώθηκε, νομιμοποιήθηκε και έγινε αποδεκτή στα μέσα του 15ου
αιώνα. Εκείνη την εποχή επικρατούσαν οι θεωρίες των Δομινικανών μοναχών σχετικά
με τη μαγεία. Οι θεωρίες τους βασίζονταν σε μια δυιστική αντίληψη για τον
κόσμο, ο οποίος ήταν χωρισμένος σε δύο στρατόπεδα . Από τη μια υπήρχε το
στρατόπεδο των θεικών τέκνων του φωτός και από την άλλη υπήρχαν τα σατανικά
τέκνα του σκότους. Τα δύο αυτά στρατόπεδα βρίσκονταν σε διαρκή αντιπαράθεση
μεταξύ τους. Οι μάγισσες και ο μύθος τους λοιπόν θεωρήθηκαν το ακριβώς αντίθετο
της σύλληψης του Χριστού , και η μαγεία θεωρήθηκε το ακριβώς αντίθετο της
Χριστιανοσύνης.
Σε αντίθεση με την ιδέα της ιερής σύλληψης του Ιησού, οι Δομινικανοί
υποστήριζαν ότι συνέβαινε μια διαστροφική σεξουαλική πράξη ανάμεσα στη μάγισσα
και στον Διάβολο. Ο σατανάς με βάση αυτή την αντίληψη έπαιρνε τη μορφή ενός
ελκυστικού άντρα ή μιας ελκυστικής γυναίκας και εμφανιζόταν μπροστά σε μια γυναίκα
ή σε έναν άντρα για να τους αποπλανήσει.
Επίσης, οι Δομινικανοί υποστήριζαν ότι ενώ οι Χριστιανοί συναντιούνται
για να προσευχηθούν Κυριακή πρωί, οι ακόλουθοι του Σατανά προτιμούν να εξασκούν
τη λατρεία τους Παρασκευή βράδυ. Και ενώ οι τελετές των Χριστιανών γίνονταν
στην Εκκλησία οι τελετές των σατανιστών γίνονταν σε περίεργα μέρη όπως
νεκροταφεία. Ακόμη υπήρχε η αντίληψη ότι
στις τελετές των σατανιστών χρησιμοποιούνταν ανεστραμμένα σύμβολα του σταυρού,
σκοτωμένες γάτες και κατσίκες ενώ για μουσική χρησιμοποιούσαν τους ήχους που
έβγαιναν από κόκαλα νεκρών. Γενικά , από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι οι
αντιλήψεις γύρω από τη μαγεία δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας αντικατοπτρισμός,
μια αντιστροφή αυτού που ονομάζονταν αληθινή πίστη.
Στην πιο καταστροφική τους μορφή τα
κυνήγια μαγισσών κράτησαν μέχρι το τέλος του Τριακονταετούς πολέμου το 1648.
Παρόλο που υπάρχουν ενδείξεις για σποραδικές δίκες και εκτελέσεις μαγισσών
μέχρι και το 1750 , ωστόσο το 1650 σηματοδοτεί το τέλος για τη μανία εναντίον των
μαγισσών. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εκτελέσθηκαν, κάηκαν, πνίγηκαν,
αποκεφαλίστηκαν ή κρεμάστηκαν περισσότερο από 200.000 με 500.000 άνθρωποι με
την κατηγορία της μαγείας. Αποδεδειγμένα τα περισσότερα θύματα της μανίας
εναντίον των μαγισσών ήταν γυναίκες. Επίσης παρατηρήθηκε ότι στατιστικά τα
περισσότερα κυνήγια μαγισσών πήραν μεγάλη διάσταση σε περιοχές όπου η καθολική
εκκλησία είχε μικρή επιρροή.
Η εξήγηση για την εξάσκηση μαγείας
και συνακόλουθα για τα κυνήγια μαγισσών στην Ευρώπη μπορεί να κατηγοριοποιηθεί
σε τρεις σχολές θεωρητικής ερμηνείας του φαινομένου. Η πρώτη σχολή σκέψης αφορά
τη λειτουργική προσέγγιση του φαινόμένου της μαγείας σύμφωνα με την οποία η
εξάσκηση μαγείας ενέχει κάποιες «χρήσιμες» λειτουργίες όπως ανακούφιση από το
άγχος, ενσωμάτωση σε μια ομάδα, και δημιουργία συνεκτικών δεσμών. Η δεύτερη
ερμηνεία της μαγείας σχετίζεται με τη δομική προσέγγιση σύμφωνα με την οποία οι
κατηγορίες εναντίον των μαγισσών έχουν να κάνουν με ένα δίκτυο σχέσεων ανάμεσα
σε διαφορετικές ομάδες μια ταξικής κοινωνίας. Η δομική ερμηνεία της μαγείας
υποστηρίζει ότι οι κατηγορίες εναντίον της μαγείας εντείνονται σε περιόδους
έντονων κοινωνικών αλλαγών εξαιτίας κοινωνικών ανισοτήτων, διάφορων αυταρχικών
συστημάτων και δεσμών μέσα στις ίδιες τις κοινωνικές δομές. Η τρίτη προσέγγιση
εστιάζει στο συμβολικό επίπεδο των μαγικών τελετουργικών δίνοντας βαρύτητα στο
νόημα, στην εκμετάλλευση , χρησιμοποίηση και στην παγκοσμιότητα διάφορων
συμβόλων στις πρακτικές μαγείας. Άλλοι θεωρητικοί εξετάζουν το φαινόμενο της
μαγείας από ιατρική άποψη , υποστηρίζοντας ότι το «πέταγμα» των μαγισσών και
άλλες ψευδαισθήσεις επιτυγχάνονταν με την χρήση της χημείας. Ψυχιατρικές
προσεγγίσεις εστιάζουν είτε σε ψυχιατρικά συμπτώματα των μαγισσών είτε στις
συναισθηματικές ανάγκες των κατηγόρων. Μια άλλη ομάδα θεωρητικών βλέπει τα
κυνήγια μαγισσών ως διώξεις εναντίον αποκλεισμένων ομάδων της κοινωνίας. Με
βάση αυτή την προσέγγιση οι μάγισσες χρησιμοποιήθηκαν ως εξιλαστήρια θύματα για
πολιτικούς, κοινωνικούς ή οικονομικούς σκοπούς. Σύμφωνα με αυτή την άποψη τα
κυνήγια μαγισσών μετέθεσαν τα κακώς κείμενα της Εκκλησίας ή του Κράτους και της
κρίσης που αντιμετώπιζε η μεσαιωνική κοινωνίας σε φανταστικούς δαίμονες.
Πρόσφατες έρευνες απέδειξαν ότι ενώ
στα πρώτα χρόνια της μανίας εναντίον των μαγισσών θανατώνονταν νέες, ανύπαντρες
λευκές γυναίκες προς τα τελευταία χρόνια δεν γίνονταν διακρίσεις και
θανατώνονταν ακόμα και παντρεμένες. Αυτό αποδεικνύει ότι δεν εξαιρέθηκε κάποια
συγκεκριμένη ομάδα γυναικών από τις εκτελέσεις και τις κατηγορίες για μαγεία,
και ότι, οι διώξεις μαγισσών δεν απευθύνονταν μόνο σε περίεργες ή
παραμορφωμένες γυναίκες. Αντίθετα, η μανία εναντίον των μαγισσών του 14ου
με 17ου αιώνα, αποτέλεσε ένα μοναδικό ιστορικό συνδυασμό κατηγοριών
εναντίον ανθρώπων, κυρίως γυναικών, από τις οποίες ένα τεράστιο ποσοστό ήταν
τελείως αθώες, και της δημιουργίας ενός θεολογικού συστήματος στο οποίο η
μαγεία έγινε φαινόμενο καίριας σημασίας.
Μια ακόμη αιτία των συστηματικών
διώξεων εναντίον των μαγισσών αποδίδεται στα επαγγελματικά συμφέροντα των
Ιεροεξεταστών. Η καθολική εκκλησία μέχρι τον 13ο αιώνα είχε
αντιμετωπίσει με επιτυχία τις διάφορες αιρέσεις στην Ευρώπη και είχε καταφέρει
να καταπνίξει αρκετά κινήματα. Η Ιερά Εξέταση έπρεπε από εκείνη τη στιγμή να
αναλάβει έναν νέο ιδεολογικό ρόλο ώστε να συνεχίζει την ύπαρξη της. Αυτό εξηγεί
και την στροφή των Ιεροεξεταστών στο κυνήγι μαγισσών. Ωστόσο, η μεταστροφή του
ενδιαφέροντος της Ιεράς Εξέτασης σε μια δαιμονολογική θεολογία πραγματοποιήθηκε
τον 15ο αιώνα και μόνο τότε το κοινό ενδιαφέρθηκε για τους στόχους
της Ιεράς Εξέτασης εναντίον της μαγείας. Η ερμηνεία αυτών των γεγονότων
βρίσκεται σε διάφορες θεσμικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές
που συνέβησαν μεταξύ του 15ο αιώνα και του 17ου αιώνα. Η
μεσαιωνική κοινωνική δομή σε αυτά τα χρόνια διαταράχθηκε αρκετά και οι αλλαγές
αυτές μετεξέλιξαν το ευρωπαϊκό κυρίαρχο μοντέλο. Το 13ο αιώνα
αναπτύσσονται οι πόλεις και η παραγωγή αρχίζει να μετατρέπεται σε βιομηχανική.
Ακόμη την εποχή αυτή ιδρύονται νέα εμπορικά κέντρα όπως η Φλάνδρα ενώ γενικά
στην Ευρώπη παρατηρείται δημογραφική αύξηση. Στο οικονομικό πεδίο διαδίδονται
οι νομισματικές συναλλαγές, χαρτογραφούνται νέες περιοχές και αναπτύσσεται το
εμπόριο. Η οικονομική ανάπτυξη είχε ως συνακόλουθο την ανάπτυξη του εμπορίου,
την αστικοποίηση της βιομηχανίας, τις εξαγωγές, τον καταμερισμό εργασίας και
την εξειδίκευση. Αυτή η οικονομική ανάπτυξη που μεταμόρφωσε τον κοινωνικό χάρτη
της Ευρώπης κορυφώθηκε με τις γεωγραφικές ανακαλύψεις του 14ου αιώνα
και 16ου αιώνα.
Αυτές οι τόσο σημαντικές και
ταχύτατες αλλαγές προκάλεσαν σημαντικές
ρωγμές στην ιεραρχική δομή της φεουδαλικής κοινωνίας, η οποία επικυρώνονταν και
νομιμοποιούνταν από την ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Τα ηθικά όρια της μεσαιωνικής
κοινωνίας ήταν αυστηρά καθορισμένα. Υπήρχε μια Χριστιανοσύνη η οποία
καθοδηγούνταν πνευματικά από τη Ρώμη και ήταν δομημένη σε μια ιεραρχική
φεουδαλική τάξη. Η τάξη αυτή βρέθηκε ξαφνικά να απειλείται από την ανάπτυξη
μιας αστικής κοινωνίας ξένης στη φεουδαλική κοινωνία . Η αστική αυτή κοινωνία
ερχόταν σε επαφή με μη- χριστιανούς και διέθετε μια σχετική οικονομική και
πολιτική αυτονομία από την θεολογική καθοδήγηση της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Η
ένταση και η σύγχυση στους κόλπους της φεουδαλικής κοινωνίας κορυφώθηκε όταν
ξέσπασαν στην Ευρώπη διάφορες καταστροφικές επιδημίες όπως χολέρα, πανούκλα που
αποδεκάτισαν το 1/3 του πληθυσμού στην Ευρώπη και διήρκεσαν καθ’ όλη τη
διάρκεια του 14ου αιώνα. Πρόσθετο άγχος την περίοδο εκείνη
δημιουργούσαν οι κλιματικές αλλαγές στην Ευρώπη η οποία υπέφερε από δριμύ ψύχος
ενώ η εμφάνιση ενός κομήτη το 1528 προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερο φόβο και άγχος.
Όταν η Ευρώπη συνήλθε από τις φοβερές επιδημίες που μείωσαν τον πληθυσμό της
παρατηρούμε άνοδο των μισθών εξαιτίας της έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού.
Επομένως , μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο 15ος αιώνα είναι για την
Ευρώπη μια εποχή σύγχυσης και ανομίας, μια εποχή όπου τα ηθικά όρια έχουν
καταρρεύσει. Νέες φυγόκεντρες δυνάμεις αναπτύσσονται σε οικονομικό , πολιτικό
και κοινωνικό επίπεδο και σπουδαίες αλλαγές ταράζουν τη γηραιά ήπειρο. Η κοινωνική αστάθεια , η διεύρυνση των
οριζόντων των ανθρώπων, η Μεταρρύθμιση, η Αναγέννηση, ο ανθρωπισμός όλα
χαρακτηριστικά της εποχής καταστρέφουν τις παραδοσιακές κοινωνικές δομές και
δημιουργούν τις συνθήκες για διαφορετικότητα και μεγαλύτερη ελευθερία σε σχέση
με αυτήν που χαρακτήριζε το Μεσαίωνα. Οι κοινωνικές αλλαγές του 14ου
και 15ου αιώνα επέδρασαν στην
καρδιά της συλλογικής συνείδησης της φεουδαλικής κοινωνίας. Με απλά λόγια
υπήρχε μια ανάγκη να διατυπωθούν νέες ηθικές νόρμες στην κοινωνίας αφού τα
παλιότερα ηθικά όρια είχαν καταρριφθεί. Ωστόσο , με τα κυνήγια μαγισσών η ίδια
κοινωνία καθοδηγούμενη από την Εκκλησία προσπάθησε να αναδιατυπώσει τα ηθικά
της όρια. Η ανάλυση αυτή εξηγεί γιατί κατά τη διάρκεια των λεγόμενων σκοτεινών
αιώνων δεν υπάρχουν αναφορές για κυνήγια μαγισσών ενώ τον 14ο και 15ο
αιώνα παρατηρείται αύξηση. Μόλις έγιναν εμφανείς οι αλλαγές στη δομή της
φεουδαλικής κοινωνίας τον 15ο αιώνα και η Εκκλησία άρχισε να χάνει
κομμάτι από τη δύναμη της παρατηρούμε ότι η Εκκλησία αναγκάστηκε να ανακαλύψει
έναν εχθρό-τις μάγισσες- ώστε να μπορέσει να διατηρήσει το κύρος της. Η
ερμηνεία αυτή μας βοηθάει επίσης να καταλάβουμε το λόγο για τον οποίο τα
περισσότερα κυνήγια μαγισσών συνέβησαν στις αναπτυσσόμενες χώρες της Ευρώπης
(Γαλλία, Γερμανία, Ελβετία). Αντίθετα , εκεί οπού το κύρος της Εκκλησίας υπήρξε
ισχυρό εμφανίζονται μικρότερα φαινόμενα μανίας εναντίον των μαγισσών. Επομένως
, τα κυνήγια μαγισσών μπορούν να χαρακτηριστούν ως ένας αγώνας αναζήτησης-
κατασκευής συλλογικής μνήμης , ηθικές σταυροφορίες στην προσπάθεια επιστροφής
στο παλαιό θρησκευτικό και ηθικό καθεστώς.
Μέσα σε αυτό το κλίμα ανασφάλειας ήταν εύκολο να πειστούν οι μάζες για
τον αγώνα ανάμεσα στα «θεϊκά τέκνα του φωτός» και στα «σατανικά τέκνα του
σκότους» ώστε να συμμετάσχουν σε έναν αγώνα κοσμικής πάλης που θα τους έφερνε
πιο κοντά στη σωτηρία. Αυτό εξηγεί γιατί τα κυνήγια μαγισσών είχαν τόσο μεγάλο
λαϊκό έρεισμα εκείνη την εποχή.
Nicholas David, Η εξέλιξη του
Μεσαιωνικού Κόσμου: Κοινωνία, Διακυβέρνηση και σκέψη στην Ευρώπη 312-1500,
Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα 2000
Carlo M. Cipolla, Before the
Industrial Revolution, European Society and Economy, 1000-1700, Menthuen &
CO LTD, 1974
Massimo Montanari, Πείνα και Αφθονία
στην Ευρώπη, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997
Jacques Le Goff, Ο πολιτισμός της
Μεσαιωνικής Δύσης, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993
Carlo Ginzburg, Το τυρί και τα
σκουλήκια: ο κόσμος ενός μυλωνά του 16ου αιώνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
, Αθήνα 1994
[1] Nicholas David, Η εξέλιξη του
Μεσαιωνικού Κόσμου: Κοινωνία, Διακυβέρνηση και σκέψη στην Ευρώπη 312-1500,
Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα 2000, σελ. 538
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου