Στη διάρκεια του Μεσαίωνα, η δυτική Εκκλησία, αντιπαρατέθηκε με τα αιρετικά κινήματα και σκλήρυνε τη στάση της απέναντι στις αποκλίνουσες δογματικά απόψεις, διαδικασία που εκφράστηκε αφενός με την αποσαφήνιση του καθολικού δόγματος και αφετέρου με την πολιτική στιγματισμου και αποβολής των αιρετικών αντιλήψεων και κινημάτων από τις οργανωμένες κοινωνίες.
Η ίδρυση της Ιεράς Εξέτασης και ο χαρακτηρισμός της αίρεσης ως "εσχάτης προδοσίας" και προσβολης της "ευταξίας της χριστιανικής κοινωνίας " (κατηγορία που ενίσχυε ο συχνός κοινωνικός ριζοσπαστισμός των αιρετικών κινημάτων του Μεσαίωνα) όπως διατυπώθηκε σε σειρά θεολογικών κειμένων (Επιτομή, του Ουγκούτσιο, 1118), άνοιξαν το δρόμο στο συστηματικό διωγμό των αιρετικών και γενικότερα, των ομάδων που απέκλιναν με τη συμπεριφορά τους από τις κατεστημένες νόρμες της χριστιανικής κοινωνίας, όπως εκφράστηκε στα Δυτικά πρότυπα.
Στη διάρκεια του 11ου και 12ου αιώνα η εκκλησιαστική και κοσμική εξουσία νομιμοποίησαν και παρότρυναν την άσκηση βίας εναντίον κατηγοριών ανθρώπων που διαχωρίζονταν από το σύνολο στη βάση της εθνοτικης προέλευσης, της θρησκείας ή του τρόπου ζωής τους. Περίπου το 1100 η Ευρώπη μεταβληθηκε σε μια "διώκουσα κοινωνία". Θύματα ήταν οι αιρετικοί, οι λεπροί, οι Εβραίοι, οι σοδομίτες καθώς και οι μάγοι.
Η ίδρυση της Ιεράς Εξέτασης και ο χαρακτηρισμός της αίρεσης ως "εσχάτης προδοσίας" και προσβολης της "ευταξίας της χριστιανικής κοινωνίας " (κατηγορία που ενίσχυε ο συχνός κοινωνικός ριζοσπαστισμός των αιρετικών κινημάτων του Μεσαίωνα) όπως διατυπώθηκε σε σειρά θεολογικών κειμένων (Επιτομή, του Ουγκούτσιο, 1118), άνοιξαν το δρόμο στο συστηματικό διωγμό των αιρετικών και γενικότερα, των ομάδων που απέκλιναν με τη συμπεριφορά τους από τις κατεστημένες νόρμες της χριστιανικής κοινωνίας, όπως εκφράστηκε στα Δυτικά πρότυπα.
Στη διάρκεια του 11ου και 12ου αιώνα η εκκλησιαστική και κοσμική εξουσία νομιμοποίησαν και παρότρυναν την άσκηση βίας εναντίον κατηγοριών ανθρώπων που διαχωρίζονταν από το σύνολο στη βάση της εθνοτικης προέλευσης, της θρησκείας ή του τρόπου ζωής τους. Περίπου το 1100 η Ευρώπη μεταβληθηκε σε μια "διώκουσα κοινωνία". Θύματα ήταν οι αιρετικοί, οι λεπροί, οι Εβραίοι, οι σοδομίτες καθώς και οι μάγοι.
Οι διωγμοί, αρχικά χρησιμοποιήθηκαν ως όπλο στη μάχη για την πολιτική εξουσία, στους κόλπους των ισχυρών και κατόπιν μετατράπηκαν από τους κρατούντες σε μέσο ισχυροποίησης της εξουσίας τους επί του ευρύτερου κοινωνικού σώματος. Σαφή ένδειξη της νοοτροπίας της "διώκουσας κοινωνίας" αποτελεί το γεγονός ότι σε μεγάλο βαθμό το στερεότυπο της μάγισσας αναπαρήγαγε παλιότερες απεικονίσεις των αιρετικών όπως και των Εβραίων.
Σε ό,τι αφορά τη μαγεία, στοιχεία από την περίοδο του Καρλομάγνου και εντεύθεν συγκλίνουν προς αυτή την ερμηνευτικη κατεύθυνση. Παρόλα αυτά, οι περισσότεροι Φράγκοι ευγενείς είχαν τους προσωπικούς τους αστρολόγους και μάγους. Η Ιστορία των Επιστημών κατέδειξε ότι οι μάγοι συνδέονται με συγκεκριμένες αντιλήψεις για την ανιμιστική φύση, δηλ. τις κρυμμένες δυνάμεις των φυσικών σωμάτων και κατ επέκταση της ίδιας της Φύσης, τις οποίες είχαν την δυνατότητα να "ανακαλύψουν" και να αξιοποιήσουν, μέσα από τη συστηματική έρευνα, πειραματική διαδικασία και λεπτομερή καταγραφή των πρακτικών τους.
Ετσι οι Μάγοι και οι Αλχημιστές θεωρούνται ως θεμελιωτές της σύγχρονης Χημείας και σε ότι αφορά την ιστορική εξέλιξη των επιστημών έχουν πλήρως απομυθοποιηθεί και εξηγηθεί οι "μαγικές τους ικανότητες" Για τον Ιστορικό των Επιστημών A. Koyre, ο Μεσαίωνας αποτελεί τον "κόσμου του περίπου", σε αντίθεση με την νεότερη περίοδο " τον κόσμο της ακρίβειας" αναφερόμενος στην νοοτροπία που υπήρχε για πολλούς αιώνες η οποία απέτρεπε την ενασχόληση με ακριβείς μετρήσεις, ακριβώς επειδή αυτές γίνονταν από τεχνίτες, μηχανικούς, και ανθρώπους που δεν ήταν εξοικειωμένοι με την θεωρία. Η σχολακιστική φιλοσοφική παράδοση, θεμελιωμένη στo Αριστοτελικό corpus, δεν χρησιμοποιούσε με την πειραματική διαδικασία και συνεπώς τη μαθηματική έκφραση των φυσικών νόμων θεωρώντας την εκβιασμό της φύσης, αδυνατώντας έτσι να την κατανοήσει επαρκώς και να ελέγξει τις φυσικές δυνάμεις, προωθώντας το μυστικιστικό μοντέλο ερμηνείας της.
Στο αντίθετο άκρο, Μάγοι και Αλχημιστές, επιδόθηκαν με ιδιαίτερο ζήλο, σε αυτές τις πρακτικές, διατηρώντας την εξήγηση των "μυστικών δυνάμεων" της φύσης για λογαριασμό τους. Το γόητρό τους εξέπεσε αργότερα, την εποχή της επιστημονικής επανάστασης του 16ου και 17ου αιώνα, όταν η πειραματική πρακτικη και οι μαθηματικές μετρήσεις, αποτέλεσαν το νέο ιδεώδες της επιστήμης, και τα πειράματα εκτελούνταν σε δημόσιο χώρο ενώπιον κοινού, με την δυνατότητα να επαναληφθούν από τον οποιονδήποτε, και απαλλαγμένα από την αναζήτηση των ποιητικών αιτίων της σχολαστικής φιλοσοφίας. Ο δημόσιος χαρακτήρας των πειραμάτων, συμβάλλει αποφασιστικά στην αλλαγή της νοοτροπίας που ήθελε μόνο λίγους "μυημένους" να γνωρίζουν τα μυστικά της φύσης. Την εποχή αυτή ολοκληρώνεται η ρήξη με την Αρχαιότητα και κυριολεκτικά με την Αριστοτελικη φιλοσοφική παράδοση. Ομως ο νεοπλατωνισμός, οι πυθαγόρειες ιδέες και η ερμητική παράδοση συνυπάρχουν στον χώρο των ιδεών και επηρεάζουν την κυρίαρχη κουλτούρα, και ο μυστικισμός είναι ακόμα αισθητά παρών. Η μαγεία, η αστρολογία , η αλχημεία και η θρησκεία συνιστουν το αντίθετο της επιστήμης. Η μαγεία ειδικοτερα βασίστηκε στην αρχή ότι υπάρχουν συγκεκριμένες ιδιότητες στα σώματα, απόκρυφες που επηρεάζουν τα άλλα σώματα και με αυτό τον τρόπο δημιουργούνται ανεξήγητα φαινόμενα. Το απόκρυφο, ωστόσο δεν είναι κάτι δαιμονικό, αλά κάτι που δεν είναι άμεσα κατανοητό κα προσπελάσιμο με τις αισθήσεις. Η παρατήρηση και η συστηματική καταγραφή ήταν χαρακτηριστικό της πρακτικής των μάγων και η μαγεία συνεπώς προϋπέθετε τη γνώση της φύσης για τον έλεγχό της. Ο εμπειρισμός ήταν συστατικό στοιχείο της μαγείας. Ο λόγος που η "φυσική μαγεία" εξαφανίστηκε μετά τα τέλη του 17ου αιώνα, είναι επειδή πολλά στοιχεία της ενσωματώθηκαν στη νέα επιστημονική θέαση του κόσμου που άρχισε να εδραιώνεται. Με άλλα λόγια, είναι σημαντικότατος ο ρόλος των παραδόσεων της μαγείας που στηρίζονταν στην παρατήρηση, την καταγραφή και τον έλεγχο με μεθόδους που είχαν στοιχεία πειραματισμού. Από την άποψη της Ιστορίας των Επιστημών, είναι πολύ δύσκολο να αποκλείσουμε τη συμβολή του εμπειρισμού της μαγείας στην πειραματική πρακτική και να αγνοήσουμε το ρόλο της στη μετάβαση από την σχολακιστική παράδοση στην εμπειρική της σύγχρονης επιστήμης. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει το καθήκον των μάγων στην κατανόηση της λειτουργίας των μηχανών η μηχανισμών που μπορεί να στηρίζονταν σε απόκρυφες αλλά φυσικές ιδιότητες και μέσα ακριβώς από την κατανόηση των φυσικών αιτίων μπορούσαν να δημιουργήσουν μαγικές καταστάσεις. Η μαγεία ευδοκίμησε στις αυλές των ηγεμόνων και στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και πολλοί πουλούσαν περίεργα όργανα (όπως το τηλεσκόπιό του ο Γαλιλαίος) και πετρώματα με περίεργες ιδιότητες που βρίσκουμε σε αρκετές συλλογές. Και βεβαίως δεν ήταν ιδιαίτερα συμπαθείς στην Εκκλησία αφού διαλαλούσαν ότι μπορούσαν να ελέγχουν τη φύση και δεν θα ήταν καθόλου δύσκολη η προβληματική η επικοινωνία ή και το κάλεσμα του Σατανά. Η Εκκλησία από τη μεριά της δεν κατηγόρησε για μαγεία κάθε άτομο που δήλωνε ότι ήταν μάγος ή οι άλλοι τον γνώριζαν ως τέτοιο. Οχι από φιλευσπλαχνία αλλά ακριβώς επειδή η κοινωνική λειτουργία των μάγων ήταν, κάτω από ορισμένες συνθήκες, μια αποδεκτή κοινωνική λειτουργία ( Εamon, 1983, Dear 1990, Tester 1987)
H αλχημεία μαζί με τη μαγεία και σε αντίιθεση με τους ισχυρισμούς του αριστοτελισμού, έδωσε έμφαση σε φαινόμενα, οι αιτίες των οποίων δεν ήταν δυνατόν να εντοπιστούν άμεσα με τις αισθήσεις. Ο αριστοτελισμός, ως φιλοσοφία που δεχόταν εξηγήσεις βασισμένες σε άμεσες και σαφείς αιτίες, δεν μπορούσε να ενσωματώσει τις απόκρυφες αιτίες. Η κατάσταση επιδεινώθηκε με την ανάπτυξη της φαρμακολογίας.
Ο Μεσαίωνας, όπως επίσης κατέδειξε η ιστορική έρευνα, ουδόλως σκοταδιστικός και ακίνητος ήταν. Αντίθετα κυοφόρησε τα σπέρματα της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Σε ότι αφορά το "κυνήγι των μαγισσών" αυτό είναι έργο του Υστερου Μεσαίωνα - της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα.
Οι μάγοι που συγχέονται με τους δαιμονισμένους, τους μανιακούς, τους φρενιστές, τους μελαγχολικούς, διώκονται κυρίως από την Εκκλησία και τους κρατιστές ηγεμόνες με την κατηγορία της "έσχατης προδοσίας" και ως ταραχοποιοί της χριστιανικής τάξης. Ωστόσο η λόγια θεώρηση και η αριστοκρατική τάξη κράτησαν αποστάσεις και ουδέποτε ταυτίστηκαν με την λαΪκή θεώρηση της μαγείας που την θεωρούσε προκατάληψη και αφέλεια.
Από την άλλη μεριά, οι αγροτικές κοινότητες που συνιστούσαν και την πλειοψηφία της εποχής, είχε εμφανείς παγανιστικές καταβολές που η Εκκλησία προσπαθούσε να εκριζώσει και στην προσπάθειά της αυτή κατάφερε να αποκτήσει το μονοπώλιο της υπερφυσικής μαγικής δύναμης για λογαριασμό της. Η ισχύς και το μεγαλείο των τελετουργιών της προσέδωσαν στην Εκκλησία μια υπερφυσική υπόσταση στα μάτια των χωρικών, που διαιώνισε τις παραδοσιακές ανιμιστικές τους αντιλήψεις. Επιπλέον η Εκκλησία πρόσφερε μεγάλη γκάμα "μαγικών υπηρεσιών" (ευλόγηση σποράς, αναθεματισμο των καταστροφικών πτηνών, εντόμων, ασθενειών κλπ) που υπονοούσαν σαφώς την ύπαρξη του κακού στην καθημερινοτητα. Η έρευνα έχει καταδείξει την ελάχιστη παρουσία του διαβόλου σε αυτή την κοσμοαντίληψη των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων καθώς η πλειοψηφία τους απέδιδε τα δεινά τους στην θεΪκή οργή και όχι στον σατανά.
Η ανάπτυξη μιας σύνθετης μανιχαϊστικης κοσμοαντίληψης σχετικά με την πάλη του καλου με το κακό στη γη αποτελουσε αποκλειστική υπόθεση του μορφωμένου κλήρου του Μεσαίωνα. Ως επίλεκτα μέλη της κοινωνίας ( η πρώτη κοινωνική τάξη επιφορτισμένη από το Θεό με την πνευματική καθοδήγηση των κοσμικών) έπρεπε να απαρνηθούν συγκεκριμενες σωματικές απολαύσεις. Φυσική συνέπεια ήταν η προβολή των καταπιεσμένων επιθυμιών σε μια προσωποποίηση του κακού που την αποτελούσε ο σατανάς. Την απαίτηση της υψηλής ηθικότητας επέβαλαν τόσο τα προτεσταντικά όσο και τα καθολικά κινήματα των πρώϊμων νεότερων χρόνων.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι άρχουσες ομάδες του 16ου αιώνα να βιώσουν τις ίδιες εσωτερικές αγωνίες και αντιφάσεις καταφεύγοντας στον εξορκισμό του κακού μέσα από την προσωποποίησή του.
Ωστόσο, παρά τον κρατικό παρεμβατισμό, η συνοχή των αγροτικών κοινοτήτων απέναντι στις άρχουσες τάξεις, απέτρεπε σχεδόν την επίσημη καταγγελία περιπτώσεων μαγείας. Αν και προτιμούσαν τον μεταξύ τους άτυπο συμβιβασμό, σε ενδοκοινοτικό επίπεδο η κατηγορία εξέφραζε συνήθως αντιπαλότητες και προσωπικά μίση, όπως κατέδειξε η ιστορική έρευνα για τις δίκες του Σάλεμ που προήλθαν από μια οικογένεια που αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Περισσότερο κινδύνευαν οι εύποροι πολίτες, ή όσοι αποκτούσαν κοινωνικό κύρος και πλούτιζαν ξαφνικά, να κατηγορηθούν για μαγεία παρά οι φτωχοί. Και αυτοί οι ίδιοι, επειδή ήταν ευάλωτοι κατηγορούσαν αντίστοιχα τους φτωχότερους συγχωριανούς τους.
Η χρονική συγκυρία της κορύφωσης των διωγμών καταδεικνύει και την κοινωνικο-οικονομικη τους θεμελίωση ( Αγγλία, Γαλλία). Τον 17ο αιώνα η κρατική εξουσία που έχει εν τω μεταξύ αναπτύξει ικανότερο δίκτυο αστυνόμευσης στην ύπαιθρο απομακρύνεται σταδιακά από την υστερία της μαγείας του 16ου αιώνα.
Για τους ιστορικούς που ασχολούνται με την μαγεία έχουν αποσαφηνιστεί πολλά σημεία που την αφορούν, ωστόσο παραμένει χωρίς ικανοποιητική απάντηση το ερώτημα " Γιατί η μαγεία των πρώϊμων χρόνων αποτελεί κατεξοχήν γυναικείο αδίκημα, γιατί δαιμονοποιήθηκε το γυναικείο φύλο;
Μέρος του προβλήματος αυτού απορρέει από τον τύπο των ερωτημάτων που έθεσε η ιστορική έρευνα. 1) Θεωρήθηκε δεδομένο ότι οι κατηγορίες εναντίον των γυναικών αντανακλούσαν άμεσα την κοινωνική τους περιθωριοποίηση (πχ αλλαγές δημογραφικών τάσεων, μετατόπιση της ηλικίας σύναψης γάμου, χήρες και ανύπαντρες γυναίκες). Οι γυναίκες αυτές ήταν "παραφωνία" στην πατριαρχική δομή της κοινωνίας, τουτέστιν αυτόματα ύποπτες.
2) Στην Αγγλία ατόνησε ο θεσμός της φιλανθρωπίας την άσκηση του οποίου είχε η Εκκλησία, λόγω κοινωνικο-οικονομικών μετασχηματισμών (πρώϊμη καπιταλιστική περίοδος, πρωτοεκβιομηχάνιση). Διογκώθηκε η εχθρότητα που πήγαζε απο ένα βαθύτερο συναίσθημα ενοχής που είχε καταστήσει τις άπορες γυναίκες ύποπτες για μαγικές δραστηριότητες.
3) Τρίτη ερμηνευτική προσέγγιση αποκλειστικά για την Αμερικάνικη Νέα Αγγλία του 17ου αιώνα: Oι αλλαγές στο καθεστώς ιδιοκτησίας της γης είχαν επιτρέψει την εμφάνιση γυναικών κληρονόμων τεράστιων κτηματικών περιουσιών. Η προσφυγή στη μαγεία αποτελούσε έκφραση της ανδρικής δυσφορίας γι αυτήν την εξέλιξη.
Επιχειρήματα αυτού του είδους κατέδειξαν επιτυχώς το πως δαιμονοποιούνταν ορισμένες κατηγορίες γυναικών που απέκλιναν από τις κατεστημένες νόρμες της ανδροκρατικής κοινωνίας τους. Δεν απαντούν ωστόσο στο ερώτημα του γιατί η ενοχοποίηση αυτή χρειάστηκε να ταυτιστεί με τη μαγεία ανάμεσα σε πλήθος άλλων αδικημάτων. Με άλλα λόγια προϋποθέτουν μια a priori σύνδεση της κοινωνικής διαφοροποίησης των γυναικών με τη μαγεία η οποία παραμένει ερμηνευτικά μετέωρη.
Ισως μια καλύτερη προσέγγιση είναι να δούμε τι αντιπροσώπευε η μαγεία τον 16ο και 17ο αιώνα. Ως πολιτισμική κατασκευή, σήμαινε ορισμένα πράγματα και πορϋπέθετε ορισμένες μορφές συμπεριφοράς, που οι άνθρωποι ανακάλυπταν στους υπόπτους. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η επισήμανση της Christina Larner ότι οι μάγισσες κατηγορούνταν επειδή ήταν μάγισσες και όχι γυναίκες. Βέβαια η σύλληψη της μαγείας εκείνη την εποχή εμπεριείχε ορισμένα χαρακτηριστικά τα οποία καθιστούσαν τις γυναίκες πιο επιρρεπείς , επομένως οι κατηγορίες εξέφρασαν μια αρνητική θεώρηση του γυναικείου φύλου. Στόχος του κυνηγιού ήταν οι μάγισσες στην πλειοψηφία τους γυναίκες.
Σε εμπειρικό επίπεδο, στο ερώτημα γιατί τον 16ο και 17ο αιώνα συνιστούσε κατεξοχήν γυναικείο αδίκημα, οφείλουμε να ανατρέξουμε στην γραμματεία της εποχής, κοσμική και εκκλησιαστική, λόγια και λαϊκή.
Η εξήγηση των δαιμονολόγων των πρώϊμων νεότερων χρόνων πήγαζε από 3 απλουστευτικές και θεμελιώδεις διατυπώσεις.
1. Οι γυναίκες ήταν εγγενώς πιο αδύναμες από τους άντρες, διανοητικά και ψυχικά, άρα επιρρεπείς στην αμαρτία
2. Συνέπεια του πρώτου, οι γυναίκες αποτελούσαν προσφιλή στόχο του σατανά και να αποκηρύξουν την πίστη τους.
3. Κάθε άλλη δευτερεύουσας σημασίας αμαρτία που συνδεόταν με τη μαγεία θεωρούνταν ότι προερχόταν κυρίως από τις γυναίκες : περιέργεια, πολυλογία, ματαιοδοξία, απληστία, εκδικητικότητα κλπ. Τo malleus maleficarum περιελάμβανει ειδικό κεφάλαιο με τίτλο " γιατί οι γυναίκες γίνονται μάγισσες".
Οι μισογυνιστικές αυτές διατυπώσεις πήγαζαν από ένα ιδεολογικό οπλοστάσιο που προερχόταν από την αριστοτελική άποψη των εγγενών ατελειών της γυναίκας ως "ατελούς αρσενικού" και στην παραδοσιακή χριστιανική αντιπάθεια προς τις γυναίκες ως απογόνους της Εύας. Ολες οι γυναικείες αδυναμίας προέρχονταν από ένα corpus αντιλήψεων που δεν είχαν σχέση με τη μαγεία και μάλιστα πολύ πιο αρνητικά φορτισμένο.
Οι δαιμονολόγοι της εποχής δεν πρωτοτύπησαν λοιπόν καθόλου. Ο Βodin, το έργο του οποίου κατά γενική ομολογία αποτελεί την σπουδαιότερη πραγματεία για τη μαγέια στην πρώϊμη νεώτερη Γαλλία, αγνοεί ολότελα τα αίτια της κυριαρχίας των γυναικών στις καταγγελόμενες περιπτώσεις μαγείας. Η σιωπή των δαιμονολογικων κειμένων σχετικά με τη γυναικεία ταυτότητα της μαγείας φανερώνει ότι οι συγγραφείς της εποχής θεωρούσαν δεδομένη τη φυσική ροπή της γυναίκας στην αμαρτία. Η σύνδεση της μαγείας με τη γυναίκα ήταν τόσο προφανής ώστε να μην νιώθουν την ανάγκη να την επαναδιατυπώσουν.
Πίσω από αυτή την προφανή φυσικότητα, βρισκόταν ένα συμβολικό σύστημα αναπαράστασης της πραγματικότητας, στο οποίο "αρσενικό" και "θηλυκό" αποτελούσαν δύο αντίθετους πόλους, συνδεόμενους αναλογικά με άλλες πολικές αντιθέσεις, όπως το καλό/κακό, ιερό/ανίερο, που κυριαρχούσαν στην γραμματεία της περιόδου. Στο δυαδικό αυτό σύστημα, το αρσενικό αναλογούσε σε θετικές ιδιότητες ενώ το θηλυκό αντίθετό του, σε αρνητικές. Κορυφαία συμβολική έκφραση της σύλληψης του κόσμου ως αντιθέτων ζευγών, ήταν η φιγούρα του Αντίχριστου, κυρίαρχη στα καθολικά και προτεσταντικά κείμενα. Ο Αντίχριστος και ο αντίπαλός του ο Αυτοκράτορας του Τέλους του Κόσμου, προσφέρονται για κάθε θρησκευτική και πολιτική χρήση και γοητεύουν τόσο τις λαϊκές μάζες όσο και τους κληρικούς. Η ιδέα ενός μοναδικού αντιπάλου του Χριστού, η εύκολη εφαρμογή επεισοδίων της ιστορίας του Αντίχριστου σε πραγματικές καταστάσεις ευνοεί την υιοθέτηση της πίστης από τον λαό. Από τον 12ο αιώνα, το μεγάλο διαφημιστικό είδος του Μεσαίωνα, το θρησκευτικό θέατρο, κυριεύεται από αυτό το πρόσωπο και το καθιστά οικείο σε όλους. Το βασικο ζευγάρι είναι ο Αντίχριστος και ο εχθρός του ο rex justus, ο "Δίκαιος Βασιλιάς". Συμφέροντα, πάθη και προπαγάνδα διακατέχουν λαμπρές προσωπικότητες της μεσαιωνικής σκηνής, για τις ανάγκες του ενός ή του άλλου σκοπού, ταυτίζοντας τους, ανάλογα με τους οπαδούς τους, με τον δίκαιο βασιλιά και τον ηγεμόνα σωτήρα ή τον Αντίχριστο ( σε ρόλους εναλλασσόμενους Δίκαιου/Αντίχριστου ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσσα, Φρειδερίκος Β, πάπας Βονιφάτιος Η, Σαβοναρόλας, Βαλδουϊνος της Φλάνδρας, ο επαναστάτης Τάνχελμ κ.ά)
Προβαλλόμενο στο χώρο της δαιμονολογίας , το συμβολικό αυτό σύστημα παρουσίαζε τη μαγεία ως το αντίστροφο όλων των θετικών αξιών της θρησκείας και της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Στο χώρο των σχέσεων των δύο φύλων , η γυναίκα αποτελούσε πάντα την αντίστροφη, αρνητική απεικόνιση του άνδρα.
Η μανιχαϊστική αυτή αντίληψη διέπνεε το σύνολο των πραγματειών της εποχής σχετικά με την "εγγενή κατωτερότητα και την κακία" των γυναικών.
Βρισκόταν στο υπόστρωμα των δαιμονολογικών πραγματειών της εποχής, που δεν τόνιζαν την γυναικεία φύση της μαγείας , επειδή ακριβώς θεωρούσαν αδιανόητο οι μάγισσες να είναι άνδρες.
Συμπερασματικά, πίσω από τις στερεοτυπικές απεικονίσεις των μειονοτήτων (που εμφανώς επικοινωνούσαν) και πίσω από την δαιμονοποίησή τους υπέβοσκε ο μόνιμος και συλλογικός φόβος του άλλου, του ξένου, του διαφορετικού στους κόλπους της χριστιανικής κοινωνίας. Ανεξάρτητα από τα πολιτικά κίνητρα και τις ιδιαίτερες κοινωνικο-οικονομικές στρατηγικές που κρύβονταν πίσω απο το κλίμα μισαλλοδοξίας, στις συνειδήσεις των Ευρωπαίων της περιόδου 1100-1700 η ετερότητα ορισμένων κοινωνικών, θρησκευτικών και εθνοτικών μειονοτήτων είχε εμπεδωθεί ως απόλυτη επικινδυνότητα.
Αν η βαρβαρότητα του Μεσαίωνα και του Διαφωτισμού μας προκαλεί απέχθεια και συνιστά όνειδος για τον "εξανθρωπισμένο και εκπολιτισμένο" 21ο αιώνα, ας συλλογιστούμε σοβαρά, ανατρέχοντας στην ιστοριογραφία του παρελθόντος, αν οι ίδιες συλλογικές νοοτροπίες της διώκουσας κοινωνίας επιβιώνουν στην σύγχρονη κοινωνία μας που εξακολουθεί να θέτει στο κοινωνικό περιθώριο, κάθε τι που αποκλίνει από τις κατεστημένες συμπεριφορές και πολιτισμικά πρότυπα, θεωρώντας το συλλήβδην απειλή της κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας. Ας εξετάσουμε επίσης, το ενδεχόμενο (αν όχι τη βεβαιότητα) ότι η βαθύτερη δομή τέτοιων κοσμοαντιλήψεων συνίσταται από πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές νοοτροπίες και συνθήκες.
Βιβλιογραφικές πηγές:
Κ. Γαγανάκης, Οικονομική και Κοινωνική Ιστορία της Ευρώπης
Jacques Le Goff, O πολιτισμός της μεσαιωνικής Δύσης
Κ. Γαβρόγλου, Το παρελθόν των επιστημών ως Ιστορία
Σε ό,τι αφορά τη μαγεία, στοιχεία από την περίοδο του Καρλομάγνου και εντεύθεν συγκλίνουν προς αυτή την ερμηνευτικη κατεύθυνση. Παρόλα αυτά, οι περισσότεροι Φράγκοι ευγενείς είχαν τους προσωπικούς τους αστρολόγους και μάγους. Η Ιστορία των Επιστημών κατέδειξε ότι οι μάγοι συνδέονται με συγκεκριμένες αντιλήψεις για την ανιμιστική φύση, δηλ. τις κρυμμένες δυνάμεις των φυσικών σωμάτων και κατ επέκταση της ίδιας της Φύσης, τις οποίες είχαν την δυνατότητα να "ανακαλύψουν" και να αξιοποιήσουν, μέσα από τη συστηματική έρευνα, πειραματική διαδικασία και λεπτομερή καταγραφή των πρακτικών τους.
Ετσι οι Μάγοι και οι Αλχημιστές θεωρούνται ως θεμελιωτές της σύγχρονης Χημείας και σε ότι αφορά την ιστορική εξέλιξη των επιστημών έχουν πλήρως απομυθοποιηθεί και εξηγηθεί οι "μαγικές τους ικανότητες" Για τον Ιστορικό των Επιστημών A. Koyre, ο Μεσαίωνας αποτελεί τον "κόσμου του περίπου", σε αντίθεση με την νεότερη περίοδο " τον κόσμο της ακρίβειας" αναφερόμενος στην νοοτροπία που υπήρχε για πολλούς αιώνες η οποία απέτρεπε την ενασχόληση με ακριβείς μετρήσεις, ακριβώς επειδή αυτές γίνονταν από τεχνίτες, μηχανικούς, και ανθρώπους που δεν ήταν εξοικειωμένοι με την θεωρία. Η σχολακιστική φιλοσοφική παράδοση, θεμελιωμένη στo Αριστοτελικό corpus, δεν χρησιμοποιούσε με την πειραματική διαδικασία και συνεπώς τη μαθηματική έκφραση των φυσικών νόμων θεωρώντας την εκβιασμό της φύσης, αδυνατώντας έτσι να την κατανοήσει επαρκώς και να ελέγξει τις φυσικές δυνάμεις, προωθώντας το μυστικιστικό μοντέλο ερμηνείας της.
Στο αντίθετο άκρο, Μάγοι και Αλχημιστές, επιδόθηκαν με ιδιαίτερο ζήλο, σε αυτές τις πρακτικές, διατηρώντας την εξήγηση των "μυστικών δυνάμεων" της φύσης για λογαριασμό τους. Το γόητρό τους εξέπεσε αργότερα, την εποχή της επιστημονικής επανάστασης του 16ου και 17ου αιώνα, όταν η πειραματική πρακτικη και οι μαθηματικές μετρήσεις, αποτέλεσαν το νέο ιδεώδες της επιστήμης, και τα πειράματα εκτελούνταν σε δημόσιο χώρο ενώπιον κοινού, με την δυνατότητα να επαναληφθούν από τον οποιονδήποτε, και απαλλαγμένα από την αναζήτηση των ποιητικών αιτίων της σχολαστικής φιλοσοφίας. Ο δημόσιος χαρακτήρας των πειραμάτων, συμβάλλει αποφασιστικά στην αλλαγή της νοοτροπίας που ήθελε μόνο λίγους "μυημένους" να γνωρίζουν τα μυστικά της φύσης. Την εποχή αυτή ολοκληρώνεται η ρήξη με την Αρχαιότητα και κυριολεκτικά με την Αριστοτελικη φιλοσοφική παράδοση. Ομως ο νεοπλατωνισμός, οι πυθαγόρειες ιδέες και η ερμητική παράδοση συνυπάρχουν στον χώρο των ιδεών και επηρεάζουν την κυρίαρχη κουλτούρα, και ο μυστικισμός είναι ακόμα αισθητά παρών. Η μαγεία, η αστρολογία , η αλχημεία και η θρησκεία συνιστουν το αντίθετο της επιστήμης. Η μαγεία ειδικοτερα βασίστηκε στην αρχή ότι υπάρχουν συγκεκριμένες ιδιότητες στα σώματα, απόκρυφες που επηρεάζουν τα άλλα σώματα και με αυτό τον τρόπο δημιουργούνται ανεξήγητα φαινόμενα. Το απόκρυφο, ωστόσο δεν είναι κάτι δαιμονικό, αλά κάτι που δεν είναι άμεσα κατανοητό κα προσπελάσιμο με τις αισθήσεις. Η παρατήρηση και η συστηματική καταγραφή ήταν χαρακτηριστικό της πρακτικής των μάγων και η μαγεία συνεπώς προϋπέθετε τη γνώση της φύσης για τον έλεγχό της. Ο εμπειρισμός ήταν συστατικό στοιχείο της μαγείας. Ο λόγος που η "φυσική μαγεία" εξαφανίστηκε μετά τα τέλη του 17ου αιώνα, είναι επειδή πολλά στοιχεία της ενσωματώθηκαν στη νέα επιστημονική θέαση του κόσμου που άρχισε να εδραιώνεται. Με άλλα λόγια, είναι σημαντικότατος ο ρόλος των παραδόσεων της μαγείας που στηρίζονταν στην παρατήρηση, την καταγραφή και τον έλεγχο με μεθόδους που είχαν στοιχεία πειραματισμού. Από την άποψη της Ιστορίας των Επιστημών, είναι πολύ δύσκολο να αποκλείσουμε τη συμβολή του εμπειρισμού της μαγείας στην πειραματική πρακτική και να αγνοήσουμε το ρόλο της στη μετάβαση από την σχολακιστική παράδοση στην εμπειρική της σύγχρονης επιστήμης. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει το καθήκον των μάγων στην κατανόηση της λειτουργίας των μηχανών η μηχανισμών που μπορεί να στηρίζονταν σε απόκρυφες αλλά φυσικές ιδιότητες και μέσα ακριβώς από την κατανόηση των φυσικών αιτίων μπορούσαν να δημιουργήσουν μαγικές καταστάσεις. Η μαγεία ευδοκίμησε στις αυλές των ηγεμόνων και στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και πολλοί πουλούσαν περίεργα όργανα (όπως το τηλεσκόπιό του ο Γαλιλαίος) και πετρώματα με περίεργες ιδιότητες που βρίσκουμε σε αρκετές συλλογές. Και βεβαίως δεν ήταν ιδιαίτερα συμπαθείς στην Εκκλησία αφού διαλαλούσαν ότι μπορούσαν να ελέγχουν τη φύση και δεν θα ήταν καθόλου δύσκολη η προβληματική η επικοινωνία ή και το κάλεσμα του Σατανά. Η Εκκλησία από τη μεριά της δεν κατηγόρησε για μαγεία κάθε άτομο που δήλωνε ότι ήταν μάγος ή οι άλλοι τον γνώριζαν ως τέτοιο. Οχι από φιλευσπλαχνία αλλά ακριβώς επειδή η κοινωνική λειτουργία των μάγων ήταν, κάτω από ορισμένες συνθήκες, μια αποδεκτή κοινωνική λειτουργία ( Εamon, 1983, Dear 1990, Tester 1987)
H αλχημεία μαζί με τη μαγεία και σε αντίιθεση με τους ισχυρισμούς του αριστοτελισμού, έδωσε έμφαση σε φαινόμενα, οι αιτίες των οποίων δεν ήταν δυνατόν να εντοπιστούν άμεσα με τις αισθήσεις. Ο αριστοτελισμός, ως φιλοσοφία που δεχόταν εξηγήσεις βασισμένες σε άμεσες και σαφείς αιτίες, δεν μπορούσε να ενσωματώσει τις απόκρυφες αιτίες. Η κατάσταση επιδεινώθηκε με την ανάπτυξη της φαρμακολογίας.
Ο Μεσαίωνας, όπως επίσης κατέδειξε η ιστορική έρευνα, ουδόλως σκοταδιστικός και ακίνητος ήταν. Αντίθετα κυοφόρησε τα σπέρματα της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Σε ότι αφορά το "κυνήγι των μαγισσών" αυτό είναι έργο του Υστερου Μεσαίωνα - της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα.
Οι μάγοι που συγχέονται με τους δαιμονισμένους, τους μανιακούς, τους φρενιστές, τους μελαγχολικούς, διώκονται κυρίως από την Εκκλησία και τους κρατιστές ηγεμόνες με την κατηγορία της "έσχατης προδοσίας" και ως ταραχοποιοί της χριστιανικής τάξης. Ωστόσο η λόγια θεώρηση και η αριστοκρατική τάξη κράτησαν αποστάσεις και ουδέποτε ταυτίστηκαν με την λαΪκή θεώρηση της μαγείας που την θεωρούσε προκατάληψη και αφέλεια.
Από την άλλη μεριά, οι αγροτικές κοινότητες που συνιστούσαν και την πλειοψηφία της εποχής, είχε εμφανείς παγανιστικές καταβολές που η Εκκλησία προσπαθούσε να εκριζώσει και στην προσπάθειά της αυτή κατάφερε να αποκτήσει το μονοπώλιο της υπερφυσικής μαγικής δύναμης για λογαριασμό της. Η ισχύς και το μεγαλείο των τελετουργιών της προσέδωσαν στην Εκκλησία μια υπερφυσική υπόσταση στα μάτια των χωρικών, που διαιώνισε τις παραδοσιακές ανιμιστικές τους αντιλήψεις. Επιπλέον η Εκκλησία πρόσφερε μεγάλη γκάμα "μαγικών υπηρεσιών" (ευλόγηση σποράς, αναθεματισμο των καταστροφικών πτηνών, εντόμων, ασθενειών κλπ) που υπονοούσαν σαφώς την ύπαρξη του κακού στην καθημερινοτητα. Η έρευνα έχει καταδείξει την ελάχιστη παρουσία του διαβόλου σε αυτή την κοσμοαντίληψη των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων καθώς η πλειοψηφία τους απέδιδε τα δεινά τους στην θεΪκή οργή και όχι στον σατανά.
Η ανάπτυξη μιας σύνθετης μανιχαϊστικης κοσμοαντίληψης σχετικά με την πάλη του καλου με το κακό στη γη αποτελουσε αποκλειστική υπόθεση του μορφωμένου κλήρου του Μεσαίωνα. Ως επίλεκτα μέλη της κοινωνίας ( η πρώτη κοινωνική τάξη επιφορτισμένη από το Θεό με την πνευματική καθοδήγηση των κοσμικών) έπρεπε να απαρνηθούν συγκεκριμενες σωματικές απολαύσεις. Φυσική συνέπεια ήταν η προβολή των καταπιεσμένων επιθυμιών σε μια προσωποποίηση του κακού που την αποτελούσε ο σατανάς. Την απαίτηση της υψηλής ηθικότητας επέβαλαν τόσο τα προτεσταντικά όσο και τα καθολικά κινήματα των πρώϊμων νεότερων χρόνων.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι άρχουσες ομάδες του 16ου αιώνα να βιώσουν τις ίδιες εσωτερικές αγωνίες και αντιφάσεις καταφεύγοντας στον εξορκισμό του κακού μέσα από την προσωποποίησή του.
Ωστόσο, παρά τον κρατικό παρεμβατισμό, η συνοχή των αγροτικών κοινοτήτων απέναντι στις άρχουσες τάξεις, απέτρεπε σχεδόν την επίσημη καταγγελία περιπτώσεων μαγείας. Αν και προτιμούσαν τον μεταξύ τους άτυπο συμβιβασμό, σε ενδοκοινοτικό επίπεδο η κατηγορία εξέφραζε συνήθως αντιπαλότητες και προσωπικά μίση, όπως κατέδειξε η ιστορική έρευνα για τις δίκες του Σάλεμ που προήλθαν από μια οικογένεια που αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Περισσότερο κινδύνευαν οι εύποροι πολίτες, ή όσοι αποκτούσαν κοινωνικό κύρος και πλούτιζαν ξαφνικά, να κατηγορηθούν για μαγεία παρά οι φτωχοί. Και αυτοί οι ίδιοι, επειδή ήταν ευάλωτοι κατηγορούσαν αντίστοιχα τους φτωχότερους συγχωριανούς τους.
Η χρονική συγκυρία της κορύφωσης των διωγμών καταδεικνύει και την κοινωνικο-οικονομικη τους θεμελίωση ( Αγγλία, Γαλλία). Τον 17ο αιώνα η κρατική εξουσία που έχει εν τω μεταξύ αναπτύξει ικανότερο δίκτυο αστυνόμευσης στην ύπαιθρο απομακρύνεται σταδιακά από την υστερία της μαγείας του 16ου αιώνα.
Για τους ιστορικούς που ασχολούνται με την μαγεία έχουν αποσαφηνιστεί πολλά σημεία που την αφορούν, ωστόσο παραμένει χωρίς ικανοποιητική απάντηση το ερώτημα " Γιατί η μαγεία των πρώϊμων χρόνων αποτελεί κατεξοχήν γυναικείο αδίκημα, γιατί δαιμονοποιήθηκε το γυναικείο φύλο;
Μέρος του προβλήματος αυτού απορρέει από τον τύπο των ερωτημάτων που έθεσε η ιστορική έρευνα. 1) Θεωρήθηκε δεδομένο ότι οι κατηγορίες εναντίον των γυναικών αντανακλούσαν άμεσα την κοινωνική τους περιθωριοποίηση (πχ αλλαγές δημογραφικών τάσεων, μετατόπιση της ηλικίας σύναψης γάμου, χήρες και ανύπαντρες γυναίκες). Οι γυναίκες αυτές ήταν "παραφωνία" στην πατριαρχική δομή της κοινωνίας, τουτέστιν αυτόματα ύποπτες.
2) Στην Αγγλία ατόνησε ο θεσμός της φιλανθρωπίας την άσκηση του οποίου είχε η Εκκλησία, λόγω κοινωνικο-οικονομικών μετασχηματισμών (πρώϊμη καπιταλιστική περίοδος, πρωτοεκβιομηχάνιση). Διογκώθηκε η εχθρότητα που πήγαζε απο ένα βαθύτερο συναίσθημα ενοχής που είχε καταστήσει τις άπορες γυναίκες ύποπτες για μαγικές δραστηριότητες.
3) Τρίτη ερμηνευτική προσέγγιση αποκλειστικά για την Αμερικάνικη Νέα Αγγλία του 17ου αιώνα: Oι αλλαγές στο καθεστώς ιδιοκτησίας της γης είχαν επιτρέψει την εμφάνιση γυναικών κληρονόμων τεράστιων κτηματικών περιουσιών. Η προσφυγή στη μαγεία αποτελούσε έκφραση της ανδρικής δυσφορίας γι αυτήν την εξέλιξη.
Επιχειρήματα αυτού του είδους κατέδειξαν επιτυχώς το πως δαιμονοποιούνταν ορισμένες κατηγορίες γυναικών που απέκλιναν από τις κατεστημένες νόρμες της ανδροκρατικής κοινωνίας τους. Δεν απαντούν ωστόσο στο ερώτημα του γιατί η ενοχοποίηση αυτή χρειάστηκε να ταυτιστεί με τη μαγεία ανάμεσα σε πλήθος άλλων αδικημάτων. Με άλλα λόγια προϋποθέτουν μια a priori σύνδεση της κοινωνικής διαφοροποίησης των γυναικών με τη μαγεία η οποία παραμένει ερμηνευτικά μετέωρη.
Ισως μια καλύτερη προσέγγιση είναι να δούμε τι αντιπροσώπευε η μαγεία τον 16ο και 17ο αιώνα. Ως πολιτισμική κατασκευή, σήμαινε ορισμένα πράγματα και πορϋπέθετε ορισμένες μορφές συμπεριφοράς, που οι άνθρωποι ανακάλυπταν στους υπόπτους. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η επισήμανση της Christina Larner ότι οι μάγισσες κατηγορούνταν επειδή ήταν μάγισσες και όχι γυναίκες. Βέβαια η σύλληψη της μαγείας εκείνη την εποχή εμπεριείχε ορισμένα χαρακτηριστικά τα οποία καθιστούσαν τις γυναίκες πιο επιρρεπείς , επομένως οι κατηγορίες εξέφρασαν μια αρνητική θεώρηση του γυναικείου φύλου. Στόχος του κυνηγιού ήταν οι μάγισσες στην πλειοψηφία τους γυναίκες.
Σε εμπειρικό επίπεδο, στο ερώτημα γιατί τον 16ο και 17ο αιώνα συνιστούσε κατεξοχήν γυναικείο αδίκημα, οφείλουμε να ανατρέξουμε στην γραμματεία της εποχής, κοσμική και εκκλησιαστική, λόγια και λαϊκή.
Η εξήγηση των δαιμονολόγων των πρώϊμων νεότερων χρόνων πήγαζε από 3 απλουστευτικές και θεμελιώδεις διατυπώσεις.
1. Οι γυναίκες ήταν εγγενώς πιο αδύναμες από τους άντρες, διανοητικά και ψυχικά, άρα επιρρεπείς στην αμαρτία
2. Συνέπεια του πρώτου, οι γυναίκες αποτελούσαν προσφιλή στόχο του σατανά και να αποκηρύξουν την πίστη τους.
3. Κάθε άλλη δευτερεύουσας σημασίας αμαρτία που συνδεόταν με τη μαγεία θεωρούνταν ότι προερχόταν κυρίως από τις γυναίκες : περιέργεια, πολυλογία, ματαιοδοξία, απληστία, εκδικητικότητα κλπ. Τo malleus maleficarum περιελάμβανει ειδικό κεφάλαιο με τίτλο " γιατί οι γυναίκες γίνονται μάγισσες".
Οι μισογυνιστικές αυτές διατυπώσεις πήγαζαν από ένα ιδεολογικό οπλοστάσιο που προερχόταν από την αριστοτελική άποψη των εγγενών ατελειών της γυναίκας ως "ατελούς αρσενικού" και στην παραδοσιακή χριστιανική αντιπάθεια προς τις γυναίκες ως απογόνους της Εύας. Ολες οι γυναικείες αδυναμίας προέρχονταν από ένα corpus αντιλήψεων που δεν είχαν σχέση με τη μαγεία και μάλιστα πολύ πιο αρνητικά φορτισμένο.
Οι δαιμονολόγοι της εποχής δεν πρωτοτύπησαν λοιπόν καθόλου. Ο Βodin, το έργο του οποίου κατά γενική ομολογία αποτελεί την σπουδαιότερη πραγματεία για τη μαγέια στην πρώϊμη νεώτερη Γαλλία, αγνοεί ολότελα τα αίτια της κυριαρχίας των γυναικών στις καταγγελόμενες περιπτώσεις μαγείας. Η σιωπή των δαιμονολογικων κειμένων σχετικά με τη γυναικεία ταυτότητα της μαγείας φανερώνει ότι οι συγγραφείς της εποχής θεωρούσαν δεδομένη τη φυσική ροπή της γυναίκας στην αμαρτία. Η σύνδεση της μαγείας με τη γυναίκα ήταν τόσο προφανής ώστε να μην νιώθουν την ανάγκη να την επαναδιατυπώσουν.
Πίσω από αυτή την προφανή φυσικότητα, βρισκόταν ένα συμβολικό σύστημα αναπαράστασης της πραγματικότητας, στο οποίο "αρσενικό" και "θηλυκό" αποτελούσαν δύο αντίθετους πόλους, συνδεόμενους αναλογικά με άλλες πολικές αντιθέσεις, όπως το καλό/κακό, ιερό/ανίερο, που κυριαρχούσαν στην γραμματεία της περιόδου. Στο δυαδικό αυτό σύστημα, το αρσενικό αναλογούσε σε θετικές ιδιότητες ενώ το θηλυκό αντίθετό του, σε αρνητικές. Κορυφαία συμβολική έκφραση της σύλληψης του κόσμου ως αντιθέτων ζευγών, ήταν η φιγούρα του Αντίχριστου, κυρίαρχη στα καθολικά και προτεσταντικά κείμενα. Ο Αντίχριστος και ο αντίπαλός του ο Αυτοκράτορας του Τέλους του Κόσμου, προσφέρονται για κάθε θρησκευτική και πολιτική χρήση και γοητεύουν τόσο τις λαϊκές μάζες όσο και τους κληρικούς. Η ιδέα ενός μοναδικού αντιπάλου του Χριστού, η εύκολη εφαρμογή επεισοδίων της ιστορίας του Αντίχριστου σε πραγματικές καταστάσεις ευνοεί την υιοθέτηση της πίστης από τον λαό. Από τον 12ο αιώνα, το μεγάλο διαφημιστικό είδος του Μεσαίωνα, το θρησκευτικό θέατρο, κυριεύεται από αυτό το πρόσωπο και το καθιστά οικείο σε όλους. Το βασικο ζευγάρι είναι ο Αντίχριστος και ο εχθρός του ο rex justus, ο "Δίκαιος Βασιλιάς". Συμφέροντα, πάθη και προπαγάνδα διακατέχουν λαμπρές προσωπικότητες της μεσαιωνικής σκηνής, για τις ανάγκες του ενός ή του άλλου σκοπού, ταυτίζοντας τους, ανάλογα με τους οπαδούς τους, με τον δίκαιο βασιλιά και τον ηγεμόνα σωτήρα ή τον Αντίχριστο ( σε ρόλους εναλλασσόμενους Δίκαιου/Αντίχριστου ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσσα, Φρειδερίκος Β, πάπας Βονιφάτιος Η, Σαβοναρόλας, Βαλδουϊνος της Φλάνδρας, ο επαναστάτης Τάνχελμ κ.ά)
Προβαλλόμενο στο χώρο της δαιμονολογίας , το συμβολικό αυτό σύστημα παρουσίαζε τη μαγεία ως το αντίστροφο όλων των θετικών αξιών της θρησκείας και της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Στο χώρο των σχέσεων των δύο φύλων , η γυναίκα αποτελούσε πάντα την αντίστροφη, αρνητική απεικόνιση του άνδρα.
Η μανιχαϊστική αυτή αντίληψη διέπνεε το σύνολο των πραγματειών της εποχής σχετικά με την "εγγενή κατωτερότητα και την κακία" των γυναικών.
Βρισκόταν στο υπόστρωμα των δαιμονολογικών πραγματειών της εποχής, που δεν τόνιζαν την γυναικεία φύση της μαγείας , επειδή ακριβώς θεωρούσαν αδιανόητο οι μάγισσες να είναι άνδρες.
Συμπερασματικά, πίσω από τις στερεοτυπικές απεικονίσεις των μειονοτήτων (που εμφανώς επικοινωνούσαν) και πίσω από την δαιμονοποίησή τους υπέβοσκε ο μόνιμος και συλλογικός φόβος του άλλου, του ξένου, του διαφορετικού στους κόλπους της χριστιανικής κοινωνίας. Ανεξάρτητα από τα πολιτικά κίνητρα και τις ιδιαίτερες κοινωνικο-οικονομικές στρατηγικές που κρύβονταν πίσω απο το κλίμα μισαλλοδοξίας, στις συνειδήσεις των Ευρωπαίων της περιόδου 1100-1700 η ετερότητα ορισμένων κοινωνικών, θρησκευτικών και εθνοτικών μειονοτήτων είχε εμπεδωθεί ως απόλυτη επικινδυνότητα.
Αν η βαρβαρότητα του Μεσαίωνα και του Διαφωτισμού μας προκαλεί απέχθεια και συνιστά όνειδος για τον "εξανθρωπισμένο και εκπολιτισμένο" 21ο αιώνα, ας συλλογιστούμε σοβαρά, ανατρέχοντας στην ιστοριογραφία του παρελθόντος, αν οι ίδιες συλλογικές νοοτροπίες της διώκουσας κοινωνίας επιβιώνουν στην σύγχρονη κοινωνία μας που εξακολουθεί να θέτει στο κοινωνικό περιθώριο, κάθε τι που αποκλίνει από τις κατεστημένες συμπεριφορές και πολιτισμικά πρότυπα, θεωρώντας το συλλήβδην απειλή της κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας. Ας εξετάσουμε επίσης, το ενδεχόμενο (αν όχι τη βεβαιότητα) ότι η βαθύτερη δομή τέτοιων κοσμοαντιλήψεων συνίσταται από πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές νοοτροπίες και συνθήκες.
Βιβλιογραφικές πηγές:
Κ. Γαγανάκης, Οικονομική και Κοινωνική Ιστορία της Ευρώπης
Jacques Le Goff, O πολιτισμός της μεσαιωνικής Δύσης
Κ. Γαβρόγλου, Το παρελθόν των επιστημών ως Ιστορία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου